Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Καρυωτάκης Κώστας


Καρυωτάκης Κώστας


Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...


Μπαλάντα  στους άδοξους ποιητές των αιώνων
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»


Κιθάρες
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Ο Μιχαλιός
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Ολο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λέγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ηταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.


(Χωρίς τίτλο)
Και μ' άφησες , αγάπη μου, στα στήθια σου να γείρω.
Ένας χρυσός Παράδεισος μού θάμπωσε τα μάτια, 
της βελουδένιας σάρκας σου με μέθυσε το μύρο,
και στο μυαλό μου χτίστηκαν ονείρωνε παλάτια.

Παλάτια που γκρεμίστηκαν. Να, σήμερα πεθαίνεις!
Τα χλωμιασμένα χείλια σου μου δίνεις να φιλήσω
και μου λαλούν τα μάτια σου στη γλώσσα της χαμένης
αγάπης μας : "Πηγαίνω κει, από τον ήλιο πίσω".

Γονάτισα, σε φίλησα. Ω, το στερνό φιλί μου!
Σαν έσμιξαν τα χείλια μας, η θεϊκή ψυχή σου
πετάχτηκε απ΄το στόμα σου κι εχύθη στο κορμί μου΄
και σου 'πα τότε με χαρά: "Αγάπη μου, κοιμήσου".






Ο θάνατος του ποιητή
Αγαπημένη,
μην κλαις, μα σίμωσε και δωσ' μου
το χέρι σου τ' αλάβαστρο
κι έλα γονάτισε δω μπρος μου.
Πεθαίνω. Και το χέρι που σφιχτάδραξε
- το δυνατό το χέρι-
κάποιο δαυλό που κάθε σάπιο στάχτωνε,
κι ακόμα ένα μαχαίρι
που τα μικρά όλα αφάνιζε -θυσία για τα μεγάλα-,
το χέρι μου παράλυσε
και τώρα στάλα στάλα
νιώθω να φεύγει μου η ζωή.
Κι η παντοδύναμη πνοή
που μ' έσπρωχνε όλο πέρα
δε με χαϊδεύει τώρα πια.
Τη φωτισμένη σκέψη
είχα οδηγήτρα
κι είχα τρανέψει
τόσο, που είχα αγκαλιάσει
όλη την Πλάση.
Μα τώρα -αλιά!- μια μοίρα καταλύτρα
μου αρπάζει ό,τι γερά, σφιχτά κρατούσα:
δαυλί, μαχαίρι, σκέψη, Πλάση, Μούσα.
Η Μούσα ήσουνα εσύ.
Και τα χρυσόνειρα τα νιοσβησμένα
τα 'χα έτσι μπερδεμένα
με τα δικά σου τα χρυσόμαλλα,
που δε μπορούσα να κοιτάξω τα μαλλάκια σου
δίχως να πλάσω ονείρατα'
κι ήταν το κάθε μου όνειρο
πλεγμένο γύρω στα μαλλιά σου
και μες στην αγκαλιά σου,
αγαπημένη.
Μα δώσε μου τα χείλια σου
και δωσ' μου κάτι απ΄την ψυχούλα σου τη μυρωμένη
και πάρε τη δική μου την ψυχή.
Μα δώσε μου τα χείλια σου
και πάρε ό,τι μου μένει,
αγαπημένη.



ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια "ελλειπή" μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
"Υπάρχω;" λες, κ' ύστερα "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.




[Θέλω να φύγω πια...]
Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.


Κυριακή
Ο ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί. 


Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι. 


Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός. 


Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.




2 σχόλια:

  1. Αγαπημένος Κώστας Καρυωτάκης..
    Κρύβοντας πάντα μια μικρή ελπίδα στην τόση απαισιοδοξία του...
    Καλησπέρα! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα!!! Τον αγαπώ τόσο πολύ! Έχει τόση τρυφερότητα αυτή η μελαγχολία του...

      Διαγραφή