Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

191 Χρόνια από το θάνατο του Άγγλου ρομαντικού ποιητή John Keats

John Keats


Γεννήθηκε πιθανότατα στις 31 Οκτωβρίου του 1795 και πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1821 από φυματίωση στη Ρώμη, όπου είχε μεταβεί σαν ύστατη προσπάθεια για τη θεραπεία της νόσου.
Συμπληρώνοντας, λοιπόν, σήμερα 191 έτη από το θάνατό του παραθέτω ένα μικρό αφιέρωμα για αυτόν το μεγάλο κλασικό ποιητή, που ιδιαίτερα αγαπώ!

"Here lies one whose name was writ in water"
"Ενθάδε κείται κάποιος που τ΄ όνομά του ήταν γραμμένο στο νερό"
(Επιγραφή, σύμφωνα με την επιθυμία του John Keats, 
γραμμένη πάνω στον τάφο του αντί για το όνομά του)





ODE TO A NIGHTINGALE

My heart aches, and a drowsy numbness pains  
  My sense, as though of hemlock I had drunk,  
Or emptied some dull opiate to the drains  
  One minute past, and Lethe-wards had sunk:  
'Tis not through envy of thy happy lot,         5
  But being too happy in thine happiness,  
    That thou, light-wingèd Dryad of the trees,  
          In some melodious plot  
  Of beechen green, and shadows numberless,  
    Singest of summer in full-throated ease.  10

O for a draught of vintage! that hath been  
  Cool'd a long age in the deep-delvèd earth,  
Tasting of Flora and the country-green,  
  Dance, and Provençal song, and sunburnt mirth!  
O for a beaker full of the warm South!  15
  Full of the true, the blushful Hippocrene,  
    With beaded bubbles winking at the brim,  
          And purple-stainèd mouth;  
  That I might drink, and leave the world unseen,  
    And with thee fade away into the forest dim:  20

Fade far away, dissolve, and quite forget  
  What thou among the leaves hast never known,  
The weariness, the fever, and the fret  
  Here, where men sit and hear each other groan;  
Where palsy shakes a few, sad, last grey hairs,  25
  Where youth grows pale, and spectre-thin, and dies;  
    Where but to think is to be full of sorrow  
          And leaden-eyed despairs;  
  Where beauty cannot keep her lustrous eyes,  
    Or new Love pine at them beyond to-morrow.  30

Away! away! for I will fly to thee,  
  Not charioted by Bacchus and his pards,  
But on the viewless wings of Poesy,  
  Though the dull brain perplexes and retards:  
Already with thee! tender is the night,  35
  And haply the Queen-Moon is on her throne,  
    Cluster'd around by all her starry Fays  
          But here there is no light,  
  Save what from heaven is with the breezes blown  
    Through verdurous glooms and winding mossy ways.  40

I cannot see what flowers are at my feet,  
  Nor what soft incense hangs upon the boughs,  
But, in embalmèd darkness, guess each sweet  
  Wherewith the seasonable month endows  
The grass, the thicket, and the fruit-tree wild;  45
  White hawthorn, and the pastoral eglantine;  
    Fast-fading violets cover'd up in leaves;  
          And mid-May's eldest child,  
  The coming musk-rose, full of dewy wine,  
    The murmurous haunt of flies on summer eves.  50

Darkling I listen; and, for many a time  
  I have been half in love with easeful Death,  
Call'd him soft names in many a musèd rhyme,  
  To take into the air my quiet breath;  
Now more than ever seems it rich to die,  55
  To cease upon the midnight with no pain,  
    While thou art pouring forth thy soul abroad  
          In such an ecstasy!  
  Still wouldst thou sing, and I have ears in vain—  
    To thy high requiem become a sod.  60

Thou wast not born for death, immortal Bird!  
  No hungry generations tread thee down;  
The voice I hear this passing night was heard  
  In ancient days by emperor and clown:  
Perhaps the self-same song that found a path  65
  Through the sad heart of Ruth, when, sick for home,  
    She stood in tears amid the alien corn;  
          The same that ofttimes hath  
  Charm'd magic casements, opening on the foam  
    Of perilous seas, in faery lands forlorn.  70

Forlorn! the very word is like a bell  
  To toll me back from thee to my sole self!  
Adieu! the fancy cannot cheat so well  
  As she is famed to do, deceiving elf.  
Adieu! adieu! thy plaintive anthem fades  75
  Past the near meadows, over the still stream,  
    Up the hill-side; and now 'tis buried deep  
          In the next valley-glades:  
  Was it a vision, or a waking dream?  
    Fled is that music:—do I wake or sleep?  80
 

ΩΔΗ Σ΄ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ
Α, πώς πονά η καρδιά μου! Και μια απόκοσμη ζάλη
Τυραννά το κορμί μου, σα να 'πια, πριν λίγο, φαρμάκι
Ή λες κι έχω αδείασει μια κούπα μ' αφιόνι,
Κι άξαφνα μες στα δωμάτια της Λήθης χάθηκα.
Όμως, στ΄ αλήθεια, δεν είναι από ζήλια για τη θεϊκή σου μοίρα.
Χαρά είναι, χαρά για την αμέτρητη ευτυχία σου.
Ω σύ των δέντρων η Δρυάδα, με τα διάφανα φτερά,
Μια παναρμόνια μουσική, αγκαλιασμένη με της οξιάς
Το πράσινο, και τις τρεμάμενες σκιές. Σ΄ένα παντοτινό
Τραγουδώντας καλοκαίρι, με το λαιμό σου έτοιμο να σπάσει.

Ω, μα για τούτο τ΄αεράκι που έρχεται απ΄τ΄αμπέλια,
Γι΄αυτή την αιώνια δροσιά που αναδίδει η βαθιά σκαμμένη γη
Για της μηλιάς, της κερασιάς, και της συκιάς τα δώρα,
Για τους χορούς εκείνους, τα λυγερόηχα τραγούδια μέσα στην ευτυχία
Του ήλιου - Και την ψυχή μου ακόμη θα ΄δινα.
Ένα ποτήρι γεμάτο από τη φλόγα του Νοτιά
Γεμάτο απ΄την αληθινή, την ξαναμμένη Ιπποκρήνη
Με χάντρες αφρισμένες κι αστραφτερές, χορεύοντας
Ολόγυρα στα χείλη μου που καιν πορφυρωμένα,
Α, πως λαχτάτησα να πιω, κι ευθύς μαζί σου να πετάξω
Στα πιο βαθύσκιωτα δάση, κι όπου δε φτάνει μάτι ανθρώπου.

Θέλω να διώξω μακριά, να λησμονήσω για πάντα
Όσα ποτέ δε γνώρισες, μέσα στη θαλπωρή των φύλλων:
Την κούραση, τον πυρετό, τον μαύρο πανικό μας,
Εδώ, που οι άνθρωποι οι βαριόμοιροι αδιάκοπα στενάζουν
Και τρέμουνε ολοζωίς, μπροστά στα βάραθρα του χρόνου, 
Κι η νιότη, πριν να τη χαρείς, σα φάντασμα περνάει.
Εδώ, που η σκέψη σ' αφορμές κι άγονες εικασίες αιώνια
Πλανιέται, καθώς πέφτει σκοτάδι στα μισόκλειστα βλέφαρα.
Κι η Ομορφιά, για μια στιγμή, θα περάσει από κοντά μας, 
Μα τι κρίμα! Κανείς να την κρατήσει δε βρήκε τη δύναμη.

Θέλω να φύγω από δω, κοντά σου θέλω να πετάξω,
Όχι με του Διόνυσου το άρμα και τη συντροφιά,
Αλλά με τ΄ άφαντα φτερά της Ποίησης!
Όσο κι αν απελπίζεται, κι αν μετανιώνει η σκέψη.
Ω, επιτέλους να ΄μαι κοντά σου. Η νύχτα μελωδίες πλημμύρισε.
Ψηλά, η Σελήνη, μια βασίλισσα στο θρόνο της,
Ολόγυρά της έχοντας τις αστρικές Νεράιδες.
Όμως εδώ, το φως τ' αληθινό δε φτάνει.
Μονάχα αυτό το λίγο, που απ'  τον Παράδεισο γλίστρησε
Και παράπεσ' ανάμεσα στα μούσκλια και τ΄αχνά μονοπάτια.

Ίσως, να μη μπορώ να διακρίνω τι λογής λουλούδια είναι στα πόδια μου
Και ποιο απαλό θυμίαμα πλαγιάζει πάνω στα κλωνάρια.
Αλλά μες στο μειλίχιο σκοτάδι, μαντεύω κάθε γλύκα,
Που ο μήνας ο καλόκαρδος χαρίζει,
Στη χλόη, στο θυμάρι, στης λεμονιάς τα δέντρα,
Στη σφάκα την αγέρωχη ή στους ονειροπόλους μενεξέδες.
Μα ναι, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσω του Μάη το πρωτότοκο
Παιδί, εκεί βαθιά στα κατακόκκινα τα ρόδα,
Που μέσα τους φωλιάζει της δροσούλας το κρασί
Και μυριάδες έλυτρα αμέριμνα χορεύουν, τα βράδια του καλοκαιριού.

Της νύχτας ακούω τα βήματα! Και συλλογιέμαι πόσες φορές
Τη γαλήνη του θανάτου δεν έχω ποθήσει!
Με τρυφερά ονόματα τον κάλεσα, με γλυκύτατους ήχους.
Αχ, ας έπαιρνε πια την πνοή μου στον αέρα!
Ναι, απόψε καλύτερα, μου φαίνεται, θα ΄ταν να πεθάνω
Εκεί κοντά στο μεσονύχτι, χωρίς κανένα πόνο,
Ενώ σύ θα σκορπάς τη μαγεία στων οριζόντων 
Τα πέρατα, με τέτοια έκσταση - Θεέ μου! 
Α, να μπορούσα ν΄ακούω το τραγούδι σου, κι όταν θα ΄χω
Ολότελα χαθεί. Όταν, λύνοντας τις πένθιμες τρίλιες σου,
Ένας σβώλος χώμα, θα ΄μαι εκεί κοντά.

Ω, πλάσμα της χαράς, δεν ήσουν γεννημένο για το θάνατο!
Οι ξαγριεμένες γενιές των ανθρώπων να σ΄αφανίσουν δεν μπόρεσαν.
Το ξέρω, αυτή η φωνή, που ακούω μες στην παράφορη νύχτα,
Σε καιρούς παλαιούς θ΄ακούστηκε μαγεύοντας βασιλιάδες ή παλιάτσους
Κι ίσως το ίδιο αυτό τραγούδι να ΄χε σαν το ροδόσταμο σταλάξει
Στη λυπημένη την καρδιά της Ρουθ, που νοσταλγώντας
Το σπιτικό της, μια μέρα, στάθηκε δακρυσμένη, στο κύμα των σταχυών
Τις άχαρες θωρώντας ομορφιές, του ξένου τόπου.
Κι είναι το ίδιο τραγούδι που, συχνά, το θαύμα
Έφερν΄ως τα παραθύρια, που άνοιγαν ξάφνου, πάνω
Στην άγρια, τρικυμισμένη θάλασσα, πέρα εκεί
Στις μακρινές, τις έρημες χώρες των Νεράιδων...

Να, είπα τη λέξη "ερημιά", κι αμέσως, σήμαντρα
Πλήθος χτυπούν, και πίσω με καλούν βιαστικά στην πικρή μοναξιά μου.
Αντίο λοιπόν! Ούτε κι αυτή η Φαντασία δεν μπορεί
Ώρα πολλή να ξεγελάσει, κι ας λέν΄ πως είν΄μια απατηλή Θεά
Αντίο! Αντίο! Το θλιμμένο τραγούδι σου ολοένα χλωμιάζει,
Περνά, πάνω απ' τα κοντινά λιβάδια, πάνω απ΄τα ήμερα ποτάμια.
Λίγο χαϊδεύει τις πλαγιές των λόφων, κι έπειτα πάει
Να πεθάνει, σ΄ένα χαντάκι της αντικρινής κοιλάδας...
Αλήθεια, ένα όραμα ήταν ή μες στο φως
Ονειρευόμουν; Σβήνει σιγά σιγά κι η μουσική. Δεν ξέρω.
Ξυπνητός είμαι τάχα ή βυθισμένος στον ύπνο;


 ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Μη! Μην πας στη Λήθη και μη ζητάς το στάλαγμα
Τ' Ακόνιτου να πιεις. Στο γαλανό σου μέτωπο
Φιλί του Στρύχνου μη δεχτείς ποτέ - κι ας είναι
Εκείνος άλικο της Περσεφόνης δώρο.
Αλήθεια, με καρπούς Ιτάμου θέλεις να φτιάξεις
Κομπολόι; Α, τη θλιμμένη σου ψυχή!
Μα πως αντέχεις τριζόνι του θανάτου να τη δεις
Ή πεταλούδα νεκρική, και μες στις χώρες της Λύπης
Το μοιρολόι του γκιώνη να 'χεις συντροφιά;
Φυλάξου τώρα! Γιατί θα 'ρθει αχνόθωρος ίσκιος πάνω στη σκιά
Και την ασίγητη αγωνία της ψυχής θα πνίξει...

Αλλ' όταν ο ζόφος γείρει της Μελαγχολίας,
Κι άξαφνα, από τους ουρανούς, σα δακρυσμένο σύννεφο κυλήσει,
Τα λιπόθυμα τινάζοντας των λουλουδιών κεφάλια, και τους πράσινους
Λόφους σκεπάζοντας, με τ' Απριλιού το νεκρικό σεντόνι,
Τότε τη θλίψη σου χόρτασε, με τη δροσιά του πρωινού τριαντάφυλλου.
Ή πάνω στο ουράνιο τόξο, που με το κύμα σπάζει στ' ακρογιάλι.
Ή ακόμη, πέρα στο βασιλικό της παιωνίας πλούτο.
Κι αν την Αγαπημένη σου, μια μέρα, έξαλλη δεις από θυμό,
Το τρυφερό της χέρι αιχμαλώτισε - άσε τη να λυσσομανά,
Κι εσύ πιες - πιες ως το τέλος - τη φλόγα που καίει βαθιά,
Στα σμαράγδινα μάτια της.

Ζει με την Ομορφιά η Μελαγχολία - την Ομορφιά
Που πρέπει να πεθάνει. Και τη Χαρά που πάντα
Το χέρι στα χείλη της έχει κι είναι έτοιμη να πει: αντίο.
Εκεί κοντά της Ηδονής ο πόθος - μα φαρμάκι γυρίζει
Την ίδια στιγμή που αχόρταγα πίνει το μελίρρυτο στόμα.
Α, ναι! Μες στο ναό της Ηδονής, τ' αληθινό της ιερό
Η πεπλοφόρος Μελαγχολία έχει κεντήσει.
Κι είναι απ' όλους αθέατη - παρεκτός κι εάν κάποιου η αδάμαστη γλώσσα
Της Χαράς το σταφύλι να σπάσει μπορεί
Στον κρουστό του ουρανίσκο επάνω.
Αλλά τότε, η πανίσχυρη θλίψη της μεμιάς θ' αναρπάσει την ψυχή του
Κι εκεί ψηλά, καταμεσίς στ' αραχνιασμένα της τρόπαια, θα κρεμαστεί!


ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ
Ω, Θεά! Κι ας είν' οι στίχοι μου χωρίς μουσική, σε ικετεύω ν' ακούσεις.
Γι' άδολη προσταγή κι αγαπημένη θύμηση, τους ταίριασα.
Αν μυστικά δικά σου τραγουδώ, συγχώρησέ με.
Και μόνο στ' απαλό κοχύλι, ναι, τ' αυτάκι σου, θα τ' απιθώσω πάλι.
Δεν ξέρω: ονειρεύτηκα σήμερα ή να 'δα στ' αλήθεια
Τη φτερωτή Ψυχή, με τα μάτια ολάνοιχτα;
Περπατούσα σ' ένα δάσος αμέριμνος.
Κι έκπληκτος, ξάφνου, σχεδόν λιποθυμώντας, βλέπω μπροστά μου
Δυο πλάσματα πανέμορφα, που δίπλα δίπλα είχαν πλαγιάσει, στο βαθύ χορτάρι,
Κάτω απ' των φύλλων την ψιθυριστήν αψίδα και τους τρεμάμενους ανθούς.
Κεί, που αθέατο κυλούσε ένα  μικρό ρυάκι.

Παντού σιγή, αέρινα λουλούδια, μπουμπούκια ευωδιαστά,
Φλογάτα μόλις ανοιγμένα, γαλάζια κι ασημόλευκα...
Στο λαμπερό χορτάρι κείτονταν τα δυο τους, με μια γλυκόπνοη ανάσα
Μ' αγκαλιασμένα χέρια και φτερά.
Τα χείλη τους δεν ακουμπούσαν, κι όμως δεν είχαν πει "αντίο"
Σα να τα είχε μόλις ξεχωρίσει ο Ύπνος με τ' ανάλαφρο χέρι του.
Κι όμως φαινόταν έτοιμα τα χίλια φιλιά να ξεπεράσουν
Όταν ξανά προβάλει στη ματιά τους της χαραυγής ο έρωτας.
Αμέσως, το φτερωτό αγόρι τ' αναγνώρισα
Μα εσύ, πασίχαρη περιστέρα, ποια μα 'σουν;
Α, η πιστή του Ψυχή!

Ύστατη γέννα κι οπτασία πιο ποθητή
Απ' όλη την ξεθωριασμένη των Θεών ομήγυρη.
Ωραιότερη απ' τ' άστρο που φωτίζει τις σαπφείρινες κοιλάδες της Φοίβης.
Κι απ' τον  Έσπερο πιο όμορφη, των ουρανών την ερωτική λεμπηδόνα.
Ναι, ωραιότερη! Κι ας μην έχεις ναό,
Ούτε βωμό με σωρούς τα λουλούδια επάνω του,
Χορό παρθένων να θρηνεί για σε το μεσονύχτι.
Καμιά φωνή και κανένα λαγούτο, κανείς αυλός ούτε θωπευτικό λιβάνι,
Να ξεχειλίζει από το θυμιατό καθώς τραντάζει η αλυσίδα του.
Κι ούτ' ιερό, άλσος, μαντείο, ρίγος προφήτη
Με το στόμα αλαφιασμένο, που ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.

Ολόφωτη! Αν κι είναι πια πολύ αργά γι' αρχαίους όρκους.
Τόσο, μα τόσο αργά, για την παράφορη, ξένοιαστη λύρα.
Όταν τ' ανάτρομα κλαδιά του δάσους ήταν ακόμη ιερά.
Ιερός ο αέρας, το νερό, κι η φωτιά.
Όμως και τούτες τις μέρες, που απ' το χαρμόσυνο δέος
Φαντάζουν τόσο μακριά, τα λαμπερά φτερά σου αντικρίζω
Να φωσφορίζουν ακόμη, μες στην αχνή των Ολυμπίων σύναξη,
Κι απ' τη θωριά σου μαγεμένος, τραγουδώ:
Άσε με τώρα ο χορός σου να γίνω, κι ένα θρήνο να πω τις ώρες του μεσονυχτιού.
Να 'μαι εγώ η φωνή σου, ο αυλός, το λαγούτο, τ' ακριβό σου λιβάνι,
Που κυματίζει στον αέρα καθώς το θυμιατό τραντάζεται.
Κι ο ναός σου, το άλσος, το μαντείο, το ρίγος 
Του προφήτη, που με στόμα αλαφιασμένο ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.

Ναι, ο ιερέας σου θα γίνω κι ένα ναό θα χτίσω
Στην πιο ψηλή κορφή του νου μου, όπου πολύκλωνες σκέψεις,
Που μόλις τις νιώθω να γεννιούνται και γλυκά με πονούν,
Αντί για πεύκα, θα θροΐζουν στον αέρα.
Πολύ μακριά, τούτα τα δέντρα, σε συστάδες θ' απλώνονται πυκνές,
Τις άγριες βουνοκορφές σκεπάζοντας από ρουμάνι σε ρουμάνι.
Εκεί με ζέφυρους, χειμάρρους, μέλισσες και πουλιά
Στα μούσκλια ξαπλωμένες οι Δρυάδες θ' αναπαύονται.
Μες στην πλατιά γαλήνη, ένα ρόδινο ιερό θα ντύσω
Με δίχτυ αναρριχητικό, του αθάμπωτου νου,
Γεμάτο μπουμπούκια, καμπάνες, κι αστέρια δίχως όνομα.
Μ' όλα εκείνα που η κηπουρός Φαντασία στον οίστρο της επινοεί
Και νέα φανερώνοντας λουλούδια, όμοια δυο ποτέ δε θα δώσει.
Εκεί θα σε προσμένουν οι ωραιότερες χαρές
Που η αδύναμη σκέψη μπορεί να χαρίσει:
Μια δάδα φωτεινή, κι ένα παράθυρο ανοιχτό μες στη νύχτα
Τον αφανέρωτο Έρωτα καλώντας να 'ρθει.


ΩΔΗ ΣΤΗ ΡΑΘΥΜΙΑ

"ου κοπιά ουδέ νήθει"

Άξαφνα, κάποιο πρωί, παρουσιάστηκαν μπροστά μου τρεις μορφές:
Σκυμμένος ο λαιμός, χέρια ενωμένα, γυρισμένα στο πλάι τα πρόσωπα. 
Προχωρούσαν γαλήνια, κι η μια πίσω απ' την άλλη,
Μ' αργόσυρτα σανδάλια, μακριές λευκές χλαμύδες...
Προσπέρασαν - φιγούρες θα 'λεγες ήταν σε μια μαρμάρινην Υδρία,
Έτσι καθώς περιστρέφεται, για να φανερωθεί και η άλλη της όψη.
Κι επέστρεψαν πάλι, όπως αν κάνει έναν κύκλο η Υδρία, οι πρώτες 
παραστάσεις ξαναφαίνονται.
Αλλ΄ήταν άγνωστες σε μένα, κι απ' ό,τι θα μπορούσε να γνωρίζει
απ' τ' αγγεία κάποιος
Που έχει βαθιά προχωρήσει μέσα στον κόσμο του Φειδία.

Πώς έτσι, Σκιές, και δε σας γνώρισα;
Πώς μαζευτήκατε εδώ πέρα, με σχήμα τόσο απατηλό;
Ήταν αλήθεια μια παράξενη και σκοτεινή συνωμοσία,
Για να πάρετε μακριά και δίχως καμιάν ασχολία ν΄αφήσετε
Της ξεγνοιασιάς μου τον καιρό;
Πώς βρέθηκα στον ίλιγγο της νυσταλέας ώρας;
Ενώ τ' ανέμελο σύννεφο της θερινής ραθυμίας 
Τα μάτια μου αποκάρωνε κι ένιωθα το σφυγμό μου ξοδεμένο.
Ο πόνος δεν είχε κανένα κεντρί, του γλυκασμού το στεφάνι κανένα λουλούδι.
Ω, επιτέλους, γιατί δε χαθήκατε; Κι ας αφήνατε πια τις αισθήσεις μου 
Ατρικύμιστες να 'ναι - με μόνη συντροφιά τους: το τίποτε.

Πέρασαν και τρίτη φορά, κι έτσι καθώς περνούσαν 
Κάθε μορφή, για μια στιγμή, έστρεφε προς εμένα το κεφάλι.
Μετά, κι ολόξαφνα, χαθήκαν, μα εγώ καιγόμουν κοντά τους να πάω
Και λαχταρούσα τόσο ν' άνοιγα φτερά, μιας και τις τρεις τις ήξερα.
Η πρώτη - ήταν μια ωραία κόρη, και τ' όνομά της λέω: Έρωτας.
Η δεύτερη - με μάγουλα χλωμά, ξαγρυπνισμένη
Πάντα, με κύκλους μαύρους γύρω απ' τα μάτια, ναι: είν' η Φιλοδοξία.
Και τελευταία - κείνη που πιο πολύ αγαπώ, όση
Κακολογιά κι αν πέφτει πάνω της - η παρθένα η πιο ανελέητη. Το 'ξερα
Πως είν' ο δαίμονάς μου: η Ποίηση.

Χάθηκαν! Κι ακόμη αποζητούσα τα φτερά...
Ανοησία μου! Μα τι 'ναι ο Έρωτας; Και πού θα τον εύρεις;
Κι όσο να πεις για τη φάγοσα κείνη, τη Φιλοδοξία -
Τούτη αναβλύζει απ' της ανήμπορης καρδιάς τ' ανθρώπου το τρελό μαράζι.
Κι αν πω για την Ποίηση - όχι, αυτή καμιά χαρά δεν έχει,
Για μένα τουλάχιστον. Τόσο γλυκιά μες στων μεσημεριών τη νάρκη,
Και τις νυχτιές μουσκεμένη σε ραθυμία μελένια.
Ω σε μιαν εποχή, που είμαι τόσο μακριά απ' του κόσμου τις φουρτούνες,
Και για του φεγγαριού τα πρόσωπα μπορεί να μη νοιαστώ καθόλου, 
Μήτε ν' ακούω καν του πολύφερνου μυαλού τη χλαλοή...

Πέρασαν κι άλλη φορά - Μα για ποιο λόγο;
Αραχνοΰφαντα όνειρα γλιστρούσαν στον ύπνο μου, 
Κι είχε η ψυχή μου γίνει ένα λιβάδι πλουμισμένο,
Με λουλούδια, τρεμάμενες σκιές, κι αλυσωμένες ηλιαχτίδες.
Ήταν το πρωινό συννεφιασμένο, όμως βροχή δεν έπεσε,
Κι ας σπίθιζαν στα βλέφαρά του επάνω τα γλυκύτερα δάκρυα του Μάη.
Άγγιζε τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο τα πρώτα φύλλα της κληματαριάς
Κι άφηνε να ΄μπει μέσα φλογισμένη ανάβρα και το κελάηδημα
της τσίχλας.
Ω Σκιές! Είναι καιρός να μ' αποχαιρετήσετε.
Και να θυμάστε: στο φόρεμά σας επάνω, δάκρυ δικό μου δεν έπεσε.

Λοιπόν εσείς, τα τρία φαντάσματα - αντίο!
Από τη χλόη, που τώρα αναπαύομαι, να μ' αποσπάσετε δεν είστε ικανά.
Γιατί δε θέλω να βαυκαλίζομαι μ' επαίνους,
Προβατάκι χαϊδεμένο σε φάρσα γλυκερή.
Χαθείτε απ' τα μάτια μου! Πηγαίνετε κει να βρείτε τη θέση σας:
Μυστηριώδεις μορφές σ' ένα αγγείο του ονείρου.
Αντίο! Για τη νύχτα, έχω πλήθος οράματα.
Και για τη μέρα πάλι, δε θα μου λείψουν οι πειθήνιες οπτασίες.
Χαθείτε λοιπόν απ' τη ράθυμη σκέψη μου,
Τραβήξτε για τα σύννεφα, και ποτέ ξανά μη γυρίσετε! 


Ωδή στο φθινόπωρο
Ω Εποχή από λεπτή ομίχλη  κι ολόχρυσα κύματα καρπών!
Σταυραδέρφι του ζάπλουτου ήλιου, που ακόμη στη γη ξεφαντώνει,
Συνωμοτώντας μαζί του: πως θα γεμίσουν φωτιά τα σταφύλια
Πάνω στο κλήμα, που ξεπέρασε πια την αυρένια μας στέγη.
Λυγίζοντας δεξιά την καλύβα με τα νιόκοπα κόκκινα μήλα.
Κανακεύοντας όλα τα φρούτα, τόσο που μέλι να γίνει η καρδιά τους.
Πως, σ' ένα νεύμα, βαριανασαίνει η κολοκύθα ετοιμόγεννη,
Κι η φουντουκιά μεσ' απ' τα φλογισμένα σωθικά της
Σπιθοβολά μ' απόγνωση. Τα τελευταία λουλούδια κυματίζουν
Μεσούρανα, κι οι ασυλλόγιστες μέλισσες σ' ένα χορό τ' ακολουθούν,
Θησαυρίζοντας κι άλλο, μ' όνειρα του καλοκαιριού, που δες:
Χρυσάφι σύγκερο, τις κυψέλες τους πάλι ξεχείλισαν!

Α, ποιος δε σ' έχει χαρεί, μέσα στα πλούτη της σοδειάς σου!
Κι είναι φορές -τι ευτυχία!- που όποιος θελήσει θα σε βρει
Αμέριμνη να ξαποσταίνεις  μες στ' αλώνια,
Μ' έναν αγέρα λιχνιστή να τρέχει στα μαλλιά σου.
Ή εκεί στη μισοθερισμένην αυλακιά, βαθιά να κοιμάσαι,
Άξαφνα ζαλισμένη απ' την αναθυμίαση της παπαρούνας,
Ενώ το δρεπάνι σου λυπάται να θερίσει κι άλλην αυλακιά,
Μαζί με τέτοια λουλουδιών πλημμύρα.
Κι άλλοτε πάλι, μοιάζεις σταχτομαζώχτρα, που ακροζυγιάζει
Το φορτωμένο της κεφάλι, καθώς αργά περνά μια ποταμιά.
Ή πλάι στο πατητήρι στέκεσαι, και μ' ανυπόμονη ματιά
Ξαγρυπνάς, ώρες κι ώρες, το τελευταίο να στραγγίσει στράφυλο!

Πού είναι τα τραγούδια της Άνοιξης; Μα πού είναι τώρα;
Ω μην το συλλογιέσαι! Έχεις κι εσύ τη μουσική σου,
Όταν τ' αμοίραστα σύννεφα δωρίζουν απαλότατο φως, στη μέρα 
π' αργοπεθαίνει,
Με ρόδινα βάφοντας χρώματα τις θερισμένες καλαμιές του κάμπου,
Κι ακούς μια πένθιμη μικρή χορωδία, τα κουνούπια, μες στις ιτιές 
Του ποταμού να θρηνούν, κι έπειτα να πετούν ψηλά ή να σκορπίζονται
Όσο κι ο φωτεινός αγέρας έρχεται, χαμογελά ή αναίτια  θυμώνει.
Δυνατά βελάσματα φτάνουν απ΄τα μεγαλωμένα αρνιά που ζύγωσαν 
τους λόφους.
Τραγουδούν θαρρετά τα τριζόνια στους φράχτες. Και μ' ανάλαφρο τρέμουλο,
Μέσ΄ απ΄ τους κήπους, το σφύριγμα αναβλύζει του κοκκινολαίμη.
Καθώς χαράζουν ψηλά τους ουρανούς σμήνη χελιδονιών τιτιβίζοντας.

2 σχόλια:

  1. Μια πολύ γλυκιά ανάμνηση στους άχαρους καιρούς μας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!! Να είστε καλά! Συμφωνώ απόλυτα! Είναι από τους πιο τρυφερούς ποιητές που μας άφησε ο χρόνος! Καλή δύναμη!

      Διαγραφή