Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΣΗΦ (1890 - 1923)

ΕΓΩ
Είμαι παιδί και πάω σκυφτός σα να 'χω πια γεράσει,
κάνοντας μ' όσους συντροφιά τα ογδόντα έχουνε φτάσει.
Φεύγουνε, ένας ένας και λεν: με τί, κόσμε, καημό σ' αφήνω!
"Έτσι η ζωή 'ναι", λέω κι' εγώ, που αγάλια αγάλια σβήνω.
Ώρες μιλάμε, κι' ύστερα, ως νυχτώσει, ξεκινάμε,
σιγά σιγά και σιωπηλοί το δρόμο δρόμο πάμε.
Και πηγαίνοντας επάνω μας πλανιέται το φεγγάρι,
τόσο πικρά, τον πόνο μου σα να 'χει εκείνο πάρει.



ΥΠΝΕ
Ύπνε, σου δέεται η ψυχή μου η μαύρη,
την τρισπόθητη φέρε, τη χρυσή
τη λησμονιά, που δεν μπορεί για να 'βρει
μ' αφιόνι, με μορφίνα, με κρασί.
Έτσι απαλά, γλυκά κι' ονειρεμένα
κι' ως θ' αναπαύουμαι βαθιά βαθιά,
ω ύπνε, γίνε ο θάνατος για μένα,
να μην ξαναξυπνήσω πια.


ΖΩΗ
Πλάση γλυκιά, γλυκύτατε ρυθμέ, αριθμέ, αρμονία,
άναρχε Λόγε, υιέ Θεού, πώς να σε πω, ζωή ;
Χρυσόνειρον η κάθε σου ξεχωριστή οπτασία,
μα άπονος είναι και σκληρός ο νόμος "πάντα ρει".

Ω να 'ταν με τ' αθάνατά σου τ' αγαθά στοιχεία
ένα το εγώ τ' ανθρώπινο, ή, τέλος, ω ζωή,
ωσάν λουλούδι ανθίζοντας να πλέει σ' ευδαιμονία,
δίχως του θανάτου αίσθηση και να φυλλορροεί!


ΈΤΣΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Έτσι με την αγάπη μου, το δρόμο - δρόμο ως πάω,
την υπερκαλοσύνη μου ροδόφυλλα σκορπάω.
Αχ! Και καθώς χαμογελά θωρώντας με η γλυκιά μου,
σ' ευγνωμοσύνης δάκρυα πάει ν' αναλυθεί η καρδιά μου.
Κι' όλο μιλάμε ολόχαρα και γίνονται λουλούδια
τα λόγια μας, και γίνονται των αηδονιών τραγούδια,
των αηδονιών, που γύρω μας πετώντας κελαϊδούνε:
γλυκός όπου 'ναι ο έρωτας, γλυκιά η αγάπη που 'ναι!


ΘΑ ΠΑΩ ΚΑΤΟΥ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ
Θα πάω κάτου στο γιαλό, να κάτσω στο ακρογιάλι,
να χύσω δάκρυα όσα μπορώ κι' όσο βαστάω να κλάψω,
για να φουσκώσει η θάλασσα, τα κύματα ν' ανάψουν,
το νιο ο γέρος να ρωτά, το ναύτη ο καπετάνιος:
- Στοιχειά μη να 'ναι και βογγούν, αγέροι και παλεύουν;
- Στοιχειά δεν είναι και βογγούν, αγέροι και παλεύουν,
  μόν' είν' τα δάκρυα του Γιαννιού, του χιλιοπονεμένου.


Τ' ΩΡΑΙΟ ΚΟΡΑΣΙ
Τ' ωραίο κοράσι είχε καθίσει
στο παραθύρι μιαν αυγή
με τα μεγάλα μαύρα μάτια
γιομάτα φως και συλλογή.

Κάποια χαράματα εγώ το είδα,
την ώρα της χρυσής σιωπής,
στο τρυφερό του προσωπάκι
το ρόδισμα είχε μιας αυγής.

Περνώντας ένα μεσημέρι,
που 'φεγγε ο ήλιος λαμπερός,
το πρόσωπό του ήταν σαν κρίνος,
σαν άσπρος κάτασπρος αφρός.

Κι ένα βράδυ κι ένα βραδάκι,
η κόρη του παραθυριού
εκάθονταν μ' όψη θλιμμένη,
σα μαραμένου λουλουδιού.

Κ' ύστερα πια δεν την ξαναείδα
κι ούδ' άλλος είχε ξαναδεί
την κορασίδα με τα μάτια
γιομάτα φως και συλλογή.


ΈΞ' ΑΠ' ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Έξ' απ' την πολιτεία, ο Γιάννος πολεμάει,
και κρυφομουρμουρίζει και σιγοτραγουδάει :
"θα χτίσω ένα παλάτι, αγάπη μου, τρανό,
πιο 'μορφο από την πούλια κι' απ' τον αυγερινό".
Χι ! χι! γελάει ο κόσμος, που κείθενες περνάει,
κι' αλλήθωρα θωρώντας ο Γιάννος τραγουδάει:

"Τον ήλιο θέλω βάλει θύρα του παλατιού,
γύρωθε παραθύρια τ' αστέρια τ' ουρανού.
Τα χρυσοσυννεφάκια που στα ουράνια ανθούν,
του παλατιού μου εκείνα στολίδια θ' απλωθούν.
Θα φτιάξω ένα παλάτι, που δεν ξανάδε η γης,
να μπεις βασίλισσά μου κι' αστέρι της αυγής".

Χι! χι! γελάει ο κόσμος, που κείθενες περνάει. . .
Έξω απ' την πολιτεία ο Γιάννος πολεμάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου