Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΝΙΚΟΣ, "ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ" Κ "Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ"


" ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ "

ΤΥΧΗ ΠΡΩΤΗ 
μεσ’ στον υπνόσακκο των ορατών η αιχμαλωσία μου

ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ
ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ
Άνεμοι μαύροι ώς την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρα μου.
Σ’ έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ώς την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.

ΣΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Ήχος με πάει σαν ιερά οδός εκεί που λάμπει το σκουλήκι
κ’ επταετής προσεύχομαι στη μοναξιά των άστρων
εκεί φωνάζω τ’ όχι του θανάτου τ’ όχι της χαράς
ο ακατοίκητος.

ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Πείνασα τ’ όνειρο σα σκύλος
ένα κόκαλο μέσ’ στο γαλάζιο καύμα του θέρους.
Αλλ’ υπάρχει πάντα νερό τρεχούμενη η έλπιση
ω μουσική που μοιάζεις με πτηνό από ήχους
είσαι πυρά και χορεύει αξόδευτη η μαινάδα.

ΣΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
Πώς η αγάπη με κερνά περιστέρια
πώς η αγάπη με κερνά το αγίασμα
πώς η αγάπη με κερνά λευκότητα των άστρων.

ΣΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ
Α η τύχη να υπάρχουμε πόσο ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα
στυλίτες άνεμοι και πιο πάνω το κουκούλι της συμφοράς
είναι μακριά από το σπίτι μας
από φως αστέρων είναι χτισμένο
μακριά στο χελιδόνισμα της καμπάνας
οι καρποί του σώματος ώριμοι να πέσουν
εκεί που τυφλώνει ο φώσφορος του έαρος
όπως ο νους αγγίζει το ποθούμενον.

ΣΤ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΑ
Τώρα πνεύμα βαθύ και πάλι φανερώσου
και τον αθώον υετό διώξε απ’ το γεράκι
για να πετά πιο βέβαιο στην πλησμονή του ήλιου
τώρα Καιόμενε δείξε στο γαλάζιο χέρι
και με δύναμη βγάλε τη συννεφιά
να σκοτεινιάσει πάλι η μοίρα μας.
Θα πάρω τον πόνο θα τραγουδήσω το μαύρο μου στήθος
είμαι πικρός ανήφορος και νους μελαγχολίας.

ΣΤΟΥΣ ΔΥΟΣΜΟΥΣ
Ω καλοκαίρι που ευωδιάζεις από ηλιοβασιλέματα
να ο θνητός
έχει δυο φλόγες και το ρολόγι των εποχών άδειο
με σιδερένια στους ήχους απραξίαν όπως
εγώ κοιτάζω τις φλόγες
η μια στον ουρανό το φως θ’ αναμετρήσει με τον τάφο
και τις ρίζες του σώματος ανάβει πάντα η άλλη.

ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ
Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο
ένα γαλάζιο φυλαχτό μέσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια
και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα
σα μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –
Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας
αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες.



ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ΜΠΑΧ
(όπως λάμπει με όλη την οικογένεια του)
Ένα ποτάμι τραγουδά τη νύχτα με τ’ αστέρια
περνώντας απ’ τα στήθη
για ν’ αστράφτει ο θνητός αίφνης ωσάν άσπρος
ανήφορος που δεν τρομάζει τα πουλιά στην ουράνια φύση.
Κ’ ένα ποτάμι σκοτεινό σαν απριλιάτικη ρομφαία
σχίζει για πάντα την καρδιά μου
σε βυσσινιές ανάμεσα σε πορτοκαλιώνες
και τώρα να χαρίσω τα ποτάμια ήρθε η ώρα.

Λευκός εκεί που φίλησα φρέσκα φύλλα
της αόρατης λεμονιάς ο άγγελος φρέσκα φύλλα
έχει ανοίξει τα φτερά και ταξιδεύει σε μαύρους υετούς
και πάλι βγαίνει στον ήλιο
κια τεφρώνεται με κλειστά φτερά στην Κοιτίδα.

Δεν έχει εποχή δεν έχει εποχή
κι απ’ τον ύπνο παρθένας
ιερέας έλληνας ανεβαίνει σε ψαλμούς
αλλάζοντας μ’ άσπρες λαμπάδες τ’ αστέρια
και με το δισκοπότηρο αλλάζει τη σελήνη.

Πόση και πόση νύχτα
σα γιορτασμένη παλλακή από χρωματιστό μεσημέρι
και χτίζει παλάτια ο δαιδαλώδης ύπνος των νηπίων
άφαντο πηγάδι γεμάτο φως
κ’ η δεντρογαλιά στη χλωρή της οπτασίωση.
Ψηλά δεσμώτης ο ήλιος
απάνω απ’ τις βίες και τα κράτη
πολλαπλασιασμένος Ιησούς ο πύρινος και σφαγή.
Με τα μαγιάτικα χιλιάδες άστρα
πάει ψηλά κ’ η φρυγανώδης προσευχή τ’ ανθρώπου
με της Ανοίξεως το μέθυσμα σαλεύει ο πανταχού νεκρός
από μεγάλες λάμψεις ενωμένος χόρτο με χόρτο
σπόρο με σπόρο
χώμα χαρμόσυνο με χώμα
χαρμόσυνο πάλι.
Χρυσός υψοκράτης κι ο νους έγινε σάλπιγγα
τα σπλάχνα τα κατοίκησε αυλός
για ν’ ακούω ταραγμένος όσο το στήθος έχει την πνοή
και θα φουσκώνει πάντα η θάλασσα του στέρνου.

Με σίδερο που καίει θ’ αναστήσω τις πληγές
ώστε να πέσει το νεκρό κι αμοίραστο πουλί στην ελπίδα μου.
Χαίρε των ήχων ο Υπερίονας
και πάλι χαίρε των ήχων ο Υπερέλληνας
αφού πέρ’ απ’ τους ήχους
τα ουράνια σφίγγουν έρημα τη μουσική τους
χαίρε των άστρων ο που είδε την ορθόπλωρη λάμψη
σ’ ωκεανούς αναστραμμένους από τυφώνες αγάπης
χαίρε ο ναυπηγός της χαράς το σκάφος και ο ναυτίλος
χαίρε συ περισκόπιον όταν οι θνητοί βλέπουμε
την εκστατική μεγάλη επιφάνεια.

Μαύρα τα έλατα και τρίζουν οι οξυές απ’ το πολύ φεγγάρι
μονάχος ανεβαίνεις το βουνό και καρτεράς αλλόφρων αίμα
να ξεπηδήσει μέσ’ στη νύχτα η φωτιά του νου.
Χαίρε ψυχρέ Γαλαξία
η παραδείσια σκόνη στα πρόσωπα
χαίρε ουρανοδρόμε και χαίρε ορθόδοξε
γιατί έχεις τη θλίψη σα Βρυέννιος
έχεις τον άνωθεν έρωτα σα Μάρκος Ευγενικός
έχεις το τρίχινο ράσο του Νικηφόρου Φωκά τη γλώσσα του Χρυσοστόμου
τ’ άυλα που είδεν Ισαάκ ο Σύρος
κείνο το μαύρο έλατο σε φοβερόν αγέρα
που ρήμαξε με σπιθίσματα χιλιάδες το σκοτάδι.

Στους θνητούς καιρούς η φωνή στη λαλιά
κι ο υγρός ουρανίσκος αντηχεί την ουσία
τ’ άλογο της ελπίδας βγαίνει στα λιβάδια των ευτυχιών
και σαν άνθος είναι από σώμα.

Νικήθηκε, νικήθηκε τούτος ο χειμώνας
και το στήθος ολοένα στήνει ελευθερίες.
Βόρειος αετός αστράφτει στο γαλάζιον ήλιο
βόρειος με φωτοστέφανο στο στήθος.

Στην Αττική του έαρος ο Ιησούς πεθαίνει
πόση χαρά πόση χαρά
των Μαριών τα μύρα κ’ οι πληγές ολόφωτες
πόση χαρά πόση χαρά.

Μαύρο πουλάκι διάβαινε στο καθαρό αγέρι
δρόμο δεν άρχισε ποτέ και δρόμο εμπρός δεν είχε
τη λύπη μόνο άνοιξε με τα μικρά φτερά του
και γέμισε ο ουρανός μελάνι
κ’ η νύχτα λέει της ξαστεριάς' δεν έχω αστέρια απόψε.


ΕΙΣΟΔΟΣ
Εἶναι μία θύρα στὰ μάτια κάθε νεκροῦ
μὲ καίει τρόμος ἀπ᾿ τὴν ἡλικία
τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρήγορα ποὺ φεύγουν
ἔτσι γρήγορα εἶναι μιὰ θύρα βαμμένη μὲ τὴ σιωπὴ
κι ὁ θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ᾿ ἀηδόνι μαῦρος κόρακας καὶ θέλει τὴ φωνή του
μὰ δὲν ἔχει γλῶσσα ἡ δεύτερη ζωή μας. Καλὴ νύχτα,
ποὺ λέει ὁ θεατρίνος ἢ ὁ ψευδοσκότεινος, δὲν ὑπάρχει
κι οὔτε νύχτα κακὴ κι ἀκόμη οὔτε νύχτα
εἶναι μονάχα τὸ Δὲν τὸ Μὴ καὶ τ᾿ Ὄχι σὰν καρπὸς
τοῦ δέντρου μὲ τ᾿ ὄνομα Ἐγὼ καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεύω
κι ὅλα τὰ λόγια μας ἐδῶ
φενάκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλέφωνα
εἶναι μιὰ θύρα φοβερὴ
γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε τουφέκι τὸ τραγούδι:
Μιὰ θύρα, θύρα ἡ γκρέμιση
τὸ σάλιο τοῦ χελιδονιοῦ ποὺ φτιάχνει μὲ τὰ φρύγανα
στὰ δέντρα οὐράνιες φωλιές.
Καὶ χωρίζουμε σὲ φῶς καὶ σκοτάδι τὸ Ἕνα.
Χωρίζουμε τὸν Ὀδυρμὸ σὲ τύφλωση καὶ θυσία.


ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ
Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ' τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ' όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ' η θρησκεία κ' η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ' οι ποιητές κ' οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ' άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.

Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο καθένας στη νύχτα του
παίζοντας με τα κίτρα της σελήνης μονάχος
ο καθένας στη φωνή του κι ο καθένας αλείφοντας
με κατράμι τα δέντρα της Λευκής.
Εγώ έρχομαι και σας βλέπω με τρεις φορές σπλάχνα
κι αν προστάξω τη φλόγα θα σπείρει πυρκαγιές
αφού έχει τ’ όνομα Ηλιόλουστη ψηλά στο πρώτο στερέωμα
και πιο ψηλά στο δεύτερο στερέωμα τη λεν Εσφαγμένη.
Σας περιμένω στην άλλη άκρη της σήραγγας μ’ ακράτητα γέλια
κρατώντας τον άσσο που έλειψε απ’ τα χαρτιά σας
κι αν έχω τα δάχτυλα μαύρα και δυο λεκέδες κόκκινους αντί για μάτια
είμαι ολόκληρος η πολυτέλεια του αίματος
είμαι το γλυκό περίστροφο της πληγής
κι ο πυροβολισμός του Αρχάγγελου από χρυσές πεταλούδες
με δώδεκα φωτοστεφάνους γύρω μου και τη θηλιά του Ισκαριώτη
γιατί θα είμαι πάντα ο Αριθμός κι ο Αριθμός κρυώνει
στα δικά του τα κλίματα και στ’ άλλα του κλήματα
στη δική του βροχή και στη δική του Ελλάδα ψηλά
στο δικό του αλάνθαστο καλοκαίρι.
Φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς
αρπάζω το ύψος με το ’να χέρι και τ’ αλλάζω
ποιμένες κι αστέρια δοξάζουν τ’ αμάραντο στήθος μου
φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς.

ΥΛΟΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ
Βλέπω την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες
ασάλευτη καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το Μεγάλο Διανόημα.
Είναι νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες
πώς εφύγαν ουράνιοι και χώθηκαν στη γη
σαν τα ζούδια ταπεινωμένοι.
Θα ’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη
κ’ η τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.

ΜΕΣ’ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
Βγαίνω πέρ’ απ’ τα μεσάνυχτα κοιτάζω τη σελήνη
με τ’ αλώνι γύρω της άνθος ανεξήγητο
ένας κύκλος
ο γαλάζιος και πράσινος τα μεγάλα πέταλα του άνθους
ύστερα ο μικρότερος κύκλος κοκκινωπός
ομιχλώδες άσπρο λερωμένο ταξιδεύει μέσα το φεγγάρι
σαν έμβρυο στα υγρά των αγγέλων.
Είναι τραγούδι τ’ αλώνι της σελήνης
ο στεναγμός που φτερουγά στο στήθος μου
και
μαραίνει την πρασινάδα.

ΓΡΥΛΟΣ
Σαν Κυριακή πώς έλαμψα μέσ’ στο σκοτάδι
κια το φεγγάρι στα νερά
δεν ήταν όνειρο μα ήτανε το ορυχείο της βραδιάς
όταν σπιθίζει ο άσπρος Άγνωστος απ’ τους κήπους των άστρων
ο δίχως δευτερόλεπτα δίχως τη φύση.

ΟΝΕΙΡΟΣ
Είναι χιλιάδες άλογα κι ανεβαίνουν απ’ τα σπλάχνα μου
σ’ ένα στήθος υπερώο που χλιμιντρίζει
εξέχοντας όλο αχτίδες, αχτίδες στους γκρεμούς
όταν ο νους ομιχλώδης απ’ αόρατην οροφή τρίζει
κάθε φορά κ’ ένα δοκάρι θραύεται στην Ειμαρμένη.

ΒΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ
Τι προπαγάνδα κάνουν τα πουλιά κάθε πρωί
πριν έβγει ο ήλιος πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια
πώς ανατρέχει ο ουρανός στη δόξα
κείνη που έλαμψε καιρούς και μέρες πίσω απ’ το χρόνο
με τη θυσία του Αβραάμ ολόασπρη στα κρεμαστά μαλλιά του
τον άγγελο του Ιακώβ όρθιο στην ονειροσκάλα
και το μεγάλο κόκκινο αλληλούια στην κεφαλή
του κόκορα που έπεσε απ’ τ’ άραχλα τ’ αστέρια.

Ο ΛΙΓΟΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ήρθα πάλι στο σφαγείο και με τα δυο μου τα χέρια
κρατώντας τις περισσότερες πορτοκαλάδες
ο κόκορας ονειρώδης μου έλεγε «θα πεθάνω»
μα η ζωή λειτουργούσε στα φτερά του σαν πάντα.
Έδειξα τα χέρια μου πάλι φυτρωμένα κ’ εκείνος έλεγε «θα πεθάνω»
πικρό φλάουτο μέσα σε τόση δροσιά
σε τέτοιον Αύγουστο που είχαν τ’ αστέρια
μήνα της Παναγίας όλο τάματα και καράβια
ώσπου το αίμα χύθηκε απ’ τους λαιμούς
κι ο κόκορας άρχισε να χορεύει.

ΜΟΝΟΣ
Απ’ τ’ αστέρια έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας
οπού δεν έχτισε κανείς για να υπάρχει σαν άπειρο άνθος
στα μαύρα νερά στην ατελείωτη νιότη
που ’χει ο γέροντας δυόσμος όσο κι αν τον κόψεις.
Κι απ’ τ’ αστέρια δεν έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας.
Άρα το θαύμα είναι ξένο σε μένα
κι ας είμαι ο φίλος της βαθειάς-βαθειάς μέλισσας
που βλέπω στη γρήγορη σκοτοδίνη.

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΠ’ ΕΞΩ
Ήτανε δειλινό κι ο ήλιος έμοιαζε στις γήινες περιφορές
αλήτης χρυσαφένιος
η αρμονία έπεφτεν όπως
η σαλευόμενη φλόγα να κυματίζει το ουράνιο σιτάρι.
Τότε φάνηκε ο ταραχώδης άγγελος
δοξάζοντας τα επινεφρίδια σε λευκές λάμψεις
και με φωνή σπαραχτική
τη θύμηση των ευτυχιών ανεβάζει ώς τ’ αηδόνια: - Πρώτος
ή Έβδομος Οίκος τ΄ουρανού στερεύει τα λαλήματα
όταν ο άνθρωπος ωσάν το καλάι πάνω στη φλόγα
λιγότερο θνητός ολοένα παλεύει ν’ απομείνει
και να ’ρθει εδώ στο μεγάλο χάραμα.
Χάθηκε η αγάπη κι ο γαλάζιος πετεινός
ανοίγει τα φτερά του μέσ’ στην πλήξη.
Σαλεύει μια ωραία προσευχή στους κίτρινους μύλους στον αέρα
έρωτες δυνατοί με σαρώνουν είπε ο άγγελος
αυτός που υμνήθηκε είν’ ο Υδροχόος και δείχνει τα γόνατα
είν’ ο Ζυγός και δείχνει την κοιλιά της μητέρας.
Έβλεπα μόνος του ήλιου τη θανάτωση
το βράδυ μαύρο ερχότανε και μαύρο μεγαλώνει
σήμερα πάει το πρωί πάει το μεσημέρι
έβλεπα μόνος τα αίματα και το κεφάλι του
κομμένο στο δίσκο της ασημένιας παλλακής.

ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ, ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ
Ζωή των ελλήνων όλη η ΄Ανοιξη προδομένη
κι όλα κάτω απ' τον ήλιο εμετός απ' τον ήλιο
κι ο αρχαίος γιατρός ο ποιητής
άναυδος ωσάν έντομο στις πόλεις .
Να θυμηθώ , να θυμηθώ
απάνω απ' τις πόλεις οι γυναίκες σε μαυροφορία
χαροκαμένοι σαλτιμπάγκοι τα κοκόρια μεσ' στη συμφορά
γαλάζια τσίρκα σε μιαν έκταση που γέμει τόση ψευτολάμψη
με σκυλοκρεμμύδες και χρυσόξυλα
ο μοβανθός απ' το θυμάρι πάει χάθηκε στην ανοιχτή μνήμη
στους  διωγμούς τους ολοάσπρους
τα γουρουνάκια της χαράς μαζί μ' αλόγατα
να βγαίνουν απ' τα όνειρα στις βυσσινιές του Κάτω Κόσμου
απάνω απ' τις πόλεις η ελπίδα κανονιά και σαν αστροπελέκι
για την ολόκληρη χαρά στο βάθος στα μελλούμενα
με οικογένειες χορτάτες λάδι στα πιθάρια
υγεία εύκολη ευλογημένος θερισμός τρύγος αναίμαχτος
μα όχι εξουσία ούτε βίας αποχείμωνο
και στο δρόμο
μια γυναίκα σα να εκτοξεύεται στο δρόμο
με τα μαλλιά της αρτεσιανά.

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους...
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τ’ άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιετηρίδες


ΤΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Αηδονολάλιε στήθος μου πριν το σπαθί σε σχίσει
ΣΟΛΩΜΟΣ
Dieu et notre desespoir nous soutiennent
ΚΑΛΒΟΣ: Au General Lafayette

ΜΕΤΕΩΡΟΣ  Ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
Μ’ αγιασμένο στήθος την καρδιά να πάλλει
καθώς ο ήλιος ανέρχεται σε παρθένα φυλλώματα
και διαγράφει κύκλους η ανία του φωτισμένου
σα γεράκι στον αέρα που μισεί
πήρα το δρόμο με τα φύλλα τα ιερά θύμησην έχοντας την αγάπη.
Δεν ήτανε δρόμος
ούτε θέλησα τη μητρική αλληλογραφία των ωρών
ακόμη δεν προσπέρασε κανείς τον ίσκιο του
δεν έφτασε στο ξέφωτο κρατώντας το δίκαιο ζυγό της αναπνοής.
Το ένα ζούδι περισσεύει αντίκρυ στο άλλο
συγχέεται στα δέντρα ο Αστερισμός
οι φυτικές ηγεμονίες μάχονται με καταληψία
υγρές λεγεώνες πλημμύρισαν τη μορφή σου Κύριε.
Χτύπησα δυνατά τους φλοιούς ανοίγοντας τις φλέβες
ώσπου δε βρήκα πουθενά τα τρόπαια.
Κι όμως ήρθε φωνή τις ρίζες αντηχώντας
εμένα τον ίδιον αντηχούσεν η φυλακή του καρπού
με καθρέφτες από χυμούς και καλή πρασινάδα
μια ηχώ βγαλμένη απ’ τα στήθη
και τα ζώα έβλεπαν ολόκληρη τη φωνή σταματημένα.
Λέγοντας ο κόσμος είν’ η κατηγόρια του ίσκιου για τον ίσκιο
έγραψα τ’ όνομα: Ιησούς
έγραψα: Έλληνας
άγγιζα τ’ όνομα κ’ ήτανε μονάχα φύλλα...

Πόσοι άγγελοι φτερουγισμένοι και πόσο νερό στη δίψα
είδα τους φρέσκους αετούς
είδα τον Υιό να καίγεται σε δροσερές φλόγες
κ’ η κάθε πράξη μου σαν χαραυγή
στους κοπετούς να διαλύεται η εναστροσύνη.

Βλέπω τα ζώα κ’ αισθάνομαι τις θείες ομοιώσεις
αξόδευτη νοσταλγία ο λιγοστός
θόρυβος απ’ τη σαύρα που χάνεται στη βλάστηση
μ’ ένα χρωματιστό πουλί αφιέρωμα στο δέντρο
κι απάνω κελάηδημα της μοναξιάς εξουσιάζοντας το θαύμα.
Δάσος απόρθητο κι ο θάνατος η τάξη του δάσους
αγγίζω τη νωπή βάψη στους κορμούς
των δέντρων απ’ τον ήλιο γκρεμισμένο
κ’ ένα ελάφι πλησιάζω ταξιδεύοντας τα χέρια μου.
Θύμηση που είναι το φεγγάρι σαν το υφαίνουν αραιά νέφη
νύχτες αλλού ψηλότερες απ’ τ’ αστέρια μου
νύχτες αλλού μεγάλες όσο κι πόνος.
Ένας μετέωρος άγγελος στο μαύρο του κενού με σταγόνες ονείρων
οπού λάμπουν ερήμωση στο μέτωπό του
θα κρατήσει τ’ ωφέλιμο δρεπάνι πριν η φωτιά της αγάπης
φορώντας το τελευταίο προσωπείον ο χρόνος τον αποτεφρώσει.
Και θα κόψει τις ατραγούδητες φυλλωσιές
που θεριεύουν, αλήθεια, με τους αγέρηδες
για ν’ ανέβω στο κρύο πο ’χει ο Θαλερός απάνω απ’ τους χειμώνες.

Έντυσα τη χελώνα και λαμπερά τη βλέπω στολισμένη
πέρα στους Ιούνιους των προγόνων
θέρισα τους γαλανούς συλλογισμούς
όταν η νύχτα γεμάτη παράθυρα
και την ατμώδη μιλιά των δέντρων όταν
η μαύρη νύχτα μ’ έζωνε από θάλασσα χρυσών ανέμων
εγώ φώναξα κλεισμένος αστερόφυλλα: Θυσία
και δεν έφερε καρπό η φωνή μου
δεν έφερε δρόμους.
Χελώνα στον κήπο της αγάπης άγια μου χελώνα
τραγούδησε, τραγούδησε
γιατί δεν έχει απόσταση ώς του Χριστού το σώμα
όμορφη νύφη παχουλή των ουρανίων.

Στη λήθη που ’χε ρημάξει το άδειο
δεν έζησα τη δικαιοσύνη της ύαινας
υπήκοη στο δεσμό της με τ’ αστέρια ενώ
στάζοντας η τρομαγμένη εφηβική
νύχτα των φυλλωμάτων
ο φυτικός πλούτος παραφρονούσε μέσ’ στον άσκοπο χρόνο.
Έφτασα ώς τα έγκατα οπού ξεχνιέται απ’ τα δόντια η λεία
το σύγκορμο τραγούδι γυρεύοντας
ό,τι κι ο μυκηθμός του νερού σ’ αφανέρωτους ήχους μάς κρύβει.
Αχ πώς αγγίζοντας ένα καλώδιο της βροχής
να μεταδώσεις ηλεκτρισμό των επιθυμιών ώς τα ουράνια...
Τώρα κλειδώθηκαν οι ταπεινοί για πάντα
δίχως ελπίδα με τα ρούχα ποτισμένα χιόνι.
Σήκωσε κύμα το αίμα των ανθρώπων
τώρα που βασιλεύει νύχτα κίτρινη στον κόσμο
και κρατούν αστραπές τα χέρια.
Όμως την ουσία του δέντρου με ποθούμενον ήλιο πώς έχω πεινάσει
περνώντας ανάμεσ’ από ζαχαρωμένους ελέφαντες
όπως φυτεύουν σε αργά βήματα τα πόδια τους
τρέμω τη λεοπάρδαλη
και χαράζω σε φύλλα την ορατή καταγωγή μου
σαν κουτό τραγούδι νιώθω την Άνοιξη στα πιο πικρά δευτερόλεπτα
κι όταν το δάκρυ λυγά στην άκρη του ματιού
και μέσα του σπιθίζει τ’ όνειρο μόνος που είμαι...
Κι απ’ το φως η δική μου φυλλωσιά κρεουργημένη.
Σκόνη των αστεριών οπού μας έπλασες με τη φωνή στη γλώσσα
φανερώνοντας όγκο φλούδα τροχιά στον πλανήτη μας
και πύρινα σπλάχνα για ονειρομαχίες
διαιώνια σκόνη που έχτισες ναούς η μόνη
γιορτάζει το ειδύλλιο στα δέντρα με τους σπίνους
κ’ έχει τ’ άγριο δάσος χαρωπά ώρες-ώρες προβλήματα.
Τι δοξασμένο πράσινο τι απουσία...
Ο αγγελόφωνος όρθρος μέσ’ στο πήλινο κορμί
καθώς ασπρίζει η νύχτα
κ’ υμνολογιέται μόνο του το μύχιο φεγγάρι με τ’ αηδόνια
λέει στον ουρανό για τόσους πόνους τόσες θλίψεις
όπως αλλόκοτος στην πάχνη και στις ηλιοχαραμάδες
από βόρειες ζέστες υψωμένε ώς τ’ άστρα
με θάρρος βλέπεις εμπροστά και λες: Ο άγριος δρόμος ονομάζεται σιγή.
Χλωρίδα δύσκολη και πανίδα τυφλή στα χρόνια τ’ αρίφνητα
να είμαστε, να είμαστε χωρίς εξήγηση
και μέσ’ στο φως η μύγα η μακροπόδα να υφαίνεται
σε βρόμικα σε σκονισμένα φύλλα
καθώς απ’ τις νυχτόχαρες ανθήσεις πέφτει στους γρύλους τ’ όνειρο.
Να είμαστε. κι άλλη χαρά δεν έχει, γλυκέ μου έλληνα.

Θάνατος έρωτας ελευθερία η κλίμαξ
αδελφική φορά των βαθμίδων απάνω
αδελφική προς τον Άδη
ο δρόμος είναι μονάχα ένας
αρχαίος των ελλήνων.
Απ’ το θάνατο βγαίνουν ωραία μυστήρια
και του άνθους το μέγεθος
η φιλία των όντων υψωμένη στον ήλιο
για να λάμπει μόνη της
η ομορφιά των κρίνων.

Εδώ σιγή ώς τα πλάτη επαινώντας το θείον όστρακο.
Η αμαρτία εξουσιάζει και τους σπόρους εξουσιάζει τ’ αστέρια
κι ανάμεσα σε δυο βροχές μαθαίνω το δέντρο. βγάζει φως
άλλ’ όχι το φτηνό φως στα ξύλα των δημόσιων λαμπτήρων
άψητο φως θυμίζοντας την Πολιτική το Κράτος και τον εύκολο τρόμο.
Τι αρμονία που έχει το φίδι
νιώθω την άγνωστη λαλιά περνώντας απ’ τα γελαστά μάτια του
περνώντας από ένα κύμα σπίθες ολόιδιες στα φανερεία της ψυχής
όπου η λάμψη βασιλεύει μόνη και τ’ όνειρο βραχύ
δίχως τον ήλιο και δίχως φεγγαράδα χωρίς ευωδιασμένο στερέωμα
κ’ έχει χαθεί το παράφορο πράσινο γύρω μου σα να ’χει σβήσει
της γης η μοίρα στη χύτρα μιας φτερωτής
μάγισσας που ’ναι ντυμένη στ’ άσπρα με λεμονανθούς
στο στόμα μοσχοκάρφι
κι αντί για ζώνη πορφυρή
αίμα προβάτου την τυλίγει ως ανίκητη
στα χέρια της κρατά σκυλοθυμάρι.
Με ποιαν αύρα έρχετ’ ο έρωτας απ’ το φίδι κ’ ευωδιάζει το Απόλυτο
ήχος δεν ακούγεται λουλουδιών, δεν έχει περιστέρια
βαθύ και μονάχο τ’ απρόκοφτο ζουζούνι στη λευκότητα
κι όχι εδώ στα μαχόμενα φύλλα να ζήσουν
ενάντια στα ζώα ενάντια στ’ ανθώπινα χέρια
σε τι ξαστεριά καίγεται ο πίδακας του Αίματος κ’ η φωνή
που ακούω. στο σκουλήκι νά ’μπεις για ν’ αλλάξει ο ήλιος
τρέξε στον ιδρώτα της μεγάλης ταραχής.
Το φίδι αστράφτει δυο φορές
από νοσταλγία τετραπέρατη για τον αετό, πώς ανεβάζει
τους χυμούς η κούραση της γης κ’ έχουμε τ’ άνθη πώς αναρίθμητα
τόση μουσική μέσ’ στην ορφάνια των δροσοσταλίδων
άσπρες ειδήσεις τραγούδησα κι ας μην ανατρέφω χαμηλή ελπίδα
πώς φτάνει στους νεκρούς πώς φτάνει στους καρπούς
η κρυαδερή του τάφου δυνατότητα το χώμα που είναι αταξίδευτο
κι ο θάνατος ο ταξιδιάρης μια γαλάζια διαδοχή
σαν όταν δρασκελά το ένα πόδι εμπρός απ’ τ’ άλλο.
Τι βλέπεις ακόμη στην πρασινισμένη στέρνα και χάνεις
ώρες με τα βατράχια να επιμένουν στο μυστήριο που ’χει κουκούλα του
ο στερνός Κωμικός ο κοκαλιάρης από όλη την ακούρευτη γαλήνη
ο κεντημένος στην πλευρά στα πόδια και στα χέρια
σηκώνοντας τον τάφο ψηλά στη θεϊκή καταιγίδα
με νήπια στην αγκαλιά στην κόμη όλο σπουργίτια
ο μέσα δρόμος της εικόνας του μύρμηγκα
δίστομη ευτυχία ξημέρωμα στους αόρατους αυλούς...
Όμως κινούνται κωμικά
χυδαίοι πίθηκοι βρομίζοντας τα δέντρα
μακρόχειρες αρπαχτικοί.
Πώς είναι το κακό σαν το λειρί του κόκορα
τι σάλπιγγα που είναι το κακό...
Συνάντησα τους σκύμνους να λούζονται στο γέρο-ήλιο
πιο πέρα θά ’βρω και τ’ αρνί σφαγμένο, έλεγα,
την εκκλησιά τη ρείπωσαν οι κρεοφάγοι
με τις βαρειές από σιδερόξυλο πόρτες
άχρηστο θα ’ναι σαν ηλιοβασίλεμα
τ’ αρνί στην έρημη φωνή του άχρηστο κι άχρηστο
μα θα το πάρω στα στήθη και θα τρέχω, θα τρέχω
απορώντας αντίκρυ στον ουρανό. πώς θα χαθούν εδώ και τα οστά
μέσ’ στη θερμή σφαίρα...
Όμως τον κάτω φόβον όποιος έχει στα δύστυχα φρένα
χύνεται δίχως κίνδυνο βαθύ προς το ρυθμό της νύχτας
ανοίγοντας τα χρόνια σαν όμορφα λουτρά
δεν έχει τέλος ο πόλεμος κι ο Ιησούς δεν έχει τέλος
γιατί να βλέπω και να ’μαι το σκοτάδι;
Μητέρα ερημιά και συντροφιά των άστρων
εσύ πέρ’ απ’ την Άνοιξη και τα μηδαμινά χελιδόνια
σε πόθησα τόσα χρόνια και τόσα ηλίθια εικοσιτετράωρα
ο αντίμαχος είμαι στα πράγματα κι αυτά τι ξένα στη ρίζα μου
σε πόθησα μητέρα ερημιά καθώς ο ατυχής κροκόδειλος
άθλια στο κλουβί φυλακισμένος βράδυ σ’ ένα λούνα παρκ
είχαν επιδέσμους βάλει στα πληγιασμένα του πόδια...
Πού είναι η τόση πατρίδα
το βασίλειο του αίματος – από λήθαργο τραγουδούσε ο κροκόδειλος –
το βροχερό βασίλειο στα τροπικά παραμύθια του Όντος.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Ξεχασμένος είμαι στη φλόγα
έρχονται τα παιδιά και με βλέπουν αιματωμένο
απ’ τη μια πρωτεύουσα στην άλλη με δέρμα ξεραμένο.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Φέρνω φόβο, φέρνω φόβο
μη δεν είναι όμως εργασία και το αίμα
μη δεν είναι όντως εργασία κ’ η αγάπη;
Ολοένα τραγουδούσε το θηρίο κ’ εγώ του πετούσα λέξεις
τις λέξεις ανασταίνω, είπα, τα σύννεφα γεμίζω με βροχή
τώρα δεν αντικρίζω πέρ’ απ’ τα λιγοστά μου μάτια
δεν ακούω τη θεσπέσιαν αυγή
πάλι γυρίζει ο τροχός του Υιού με τις ορμές
απ’ τη σκληρότητα πηγαίνω στη σκληρότητα.
Μπορεί να σώζει ένα μοναστήρι π’ αναπνέει τις μέρες και δεν τις μετρά
ή με θανάτους ωσάν τα σταφύλια πατώντας τις επιθυμίες
οι μοναχοί την ουράνια χαίρονται μέθη.
Μπορεί και να σώζει το μνημονικό μου
στους λειμώνες πίσω της ηλίκίας.
Τα πρώτα μου χρόνια σε πόση ευτυχία...
Βαθειά η ανάμνηση στα χείλη με τη γεύση της Μεγάλης Παρασκευής
χαλβάς κ’ ελιές δώρα της νεφέλης
το αθώο μαρούλι του καλού ζώου μέσα μας
μεγάλη συννεφιά της μέρας η σεμνοχρωμία.
Μπορεί να σώζει πάλι μονάχα ο ασκητής
όταν το στήθος καθαρίζει με φωτιές στην αιχμηρή αιθρία.
Σιγή ώς τα πλάτη...
Θυμήσου πως ο Διόνυσος ήτανε αγρότης αξύριγος
με δαίμονες βλαστικούς ολόγυρά του και λαμπρά τ’ αμπέλια
κι ο άλλος οίστρος ο σταχυοβότρυς ο γιος της Μόνικας
ο Αυγουστίνος ιερός όσο και το χορτάρι μέσ’ στον ήλιο
κι άλλοι, κι άλλοι πόσοι αυτάδελφοι του Κατσικοπόδαρου
Ευφραίμ ο θρηνητικός με τα μάτια δίχως ρίζα πουθενά
σπαράζοντας άγρια δευτερόλεπτα
έχει ξεχάσει τα χέρια του
Αλέξαντρος των Ακοιμήτων είδε το θάνατο
και πρόσταξε τη χαραυγή μια μέρα να μην έρθει
τη νύχτα διπλασιάζοντας
Συμεών ο Στυλίτης κεραυνώνει ερπετά και τ’ αδειάζει σε λάμψεις
με τη δροσιά του σπαραγμού με χίλια χρόνια γάμου.
Θυμήσου ένα βράχο θαλάσσιο
σαν ιατρική παράσταση εγκεφάλου
σαν προσευχή της ύλης αυλακωμένος ο βράχος
έλεγες ακόμη σωτηρία τον έρωτα κ’ η πλάση
βαθιά κόκκινη σε πλημμυρούσε.

Χάθηκε η παρθένα η όμορφη.
Την έβλεπα να περπατεί στα γαλανά της δέντρα.
Σαν ίσκιος προικισμένος άστρα και ποιος κορυδαλλός ο λαιμός της
έσυρε δυόσμους μέσα στο νερό
μοσχοβολούσε ο ήχος απ’ τα χέρια της
κι ο ήλιος, βασιλεύοντας, Θεία Ευχαριστία.
Πώς λάμπει στη λησμονιά η όμορφη
και τ’ άνθη διασταυρώνουν την κίνησή της!
Ο ήλιος αύριο πάλι θά ’βγει ο αθώος πλούτος
όλη η αίγλη της γεωμετρίας είναι ο κύκλος, είπα
μια μέρα, κ’ εκείνη αμίλητη σαν αναστεναγμένη
στα γόνατα κατάκοπη έφερε το κεφάλι
όμοια καθώς να ’κλεινε ο ουρανός την πύλη
με τον ακράτητο καρπό ανάμεσα στα χείλη
και τα ξανθά μαλλιά της κύματα
στους ώμους γοερά θρηνούσαν.
Ώχρανε γύρω η ζωή κι απ’ τον καιρό των ζώων Άδης
εβγήκε σκοτεινός. Έτσι γλυκειά και μόνη
των αγγέλων η όμορφη
την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει.

Βρέχει πολύ και μπερδεύει σε κυκεώνα τα φυλλώματα
ορμή και μάτια το φόνο ταγίζουν
η πείνα βασίλισσα κι ο βίος ολούθε κλοπή
συμφέροντα των ανέμων.
Όμως έχω ζεστά αεροπλάνα εκεί που ζητωκραυγάζει
ένας χρωματιστός αθώος τη χαραυγή με κελαηδήματα
και την αθρόα μετανάστευση των ταράνδων...
Τι έμεινε πλην απ’ τ’ αστέρια;

Πολλά χιλιόμετρα νύχτας κι αλίμονο σαν ανοίξει η τρύπα μαυρίλας. Όλα τα ζώα κι όλα τα ζούδια κρύβονται για το γλιτωμό. Θ’ αντικρίσω τον ήλιο; Βρέθηκα εδώ μ’ ένα χειρόγραφο, το χειρόγραφο της αιχμαλωσίας. Άρχισε κιόλας να σπάζει ο κορακάτος ουρανός. Είδες και πως γκρεμίζεται ο άγγελος στα στήθη.

Μπήκα στο θαλάμι της καταιγίδας μη γνωρίζοντας πια
και δέντρα και ζωή
μονάχα κρότους φοβερούς ακούγοντας
και το Ουαί στην ιερή σύγχυση της μοίρας
οι στριφτές κραυγές απ’ τ’ αγρίμια πώς κομματιάζουν τη νύχτα
κ’ η νύχτα μ’ έρωτα θέλει το θεό
για να χυθεί στη γκρέμιση το θελημά του και να λάμψει
γαλήνιο το λευκό μεγάλο φως πέρα
ψηλά και πέρ’ απ’ τον πλόκαμο της αστραπής που έχασε τις ρίζες
και πέφτει τρόμος ουράνιος στο χώμα.
Βλέπω Κύριε φτερωτό κριάρι την οργή σου
δεν έχει όρια τ’ αστροπελέκι
σε βλέπει κάθε λιοντάρι σε βλέπει κι ο λιγνός μύρμηκας
κ’ η φεγγαρική αηδόνα στα βατόμουρα της συμφοράς.
Τόσο μακριά σωζότανε το φεγγερό ελάφι
και τα βασανιστήρια έμεναν ακόμη στα μάτια του
ίχνη ονείρου και ρυθμός της ολοένα τύχης.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ
Έρχομαι υγιής απ’ την Άνοιξη μ’ ένα πεύκο στα στήθη
και διαλαλώ
πως ο χρόνος είν’ ο τάφος του νου μέσ’ στις ουράνιες οροφές
και λάμπει τ’ αδιέξοδο
με τις εννέα λάμπες του Πλωτίνου για τις εννέα διαύγειες
τις χρωματιστές
ο εργαζόμενος στους οισοφάγους
και λάμπει τ’ αδιέξοδο.
Η αγωνία ευωδιάζει στον ίασμο με τη φεγγαρόπετρα
κι ο μεγάλος ακούγεται Οδυρμός, ο δίδυμος του Κοπετός
κ’ η εποχή των θρήνων.
Ώρα χαράς η ώρα κατακέφαλη
καθώς είτε κοιμάμαι είτε βαδίζω στρέφοντας τ’ αστέρια σα βίδες
είτε ξυπνώ είτε γράφω ποιήματα
γύρω απ’ το κορμί μου είναι πάντα ο αόρατος ξυλουργός.



ΤΥΧΗ ΤΡΙΤΗ
Impenetrable comme les geants, moi, j’ ai vecu
sans cesse avec l’ envergure des yeux beante.
Isidore Ducasse, comte de Lautreamont
Τραγούδι Πέμπτο του Maldoror
-
αφόρητο πάθος το μυστήριο και βρόχος η βροχή
για κάθε βαρυχειμωνίτη
-
η θάλασσα υποκρίθηκε τον Αδάμ; όλα πεσμένα κι όλα στη νύχτα


της Μαίρης



ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
νοών
ο ων

1
Μοίρες χιλιάδες μέσ’ στο ουράνιο σκοτάδι
δάκρυα
το αίμα κόκκινο
που χύνει ο λύκος της μαύρης ηλικίας
ιδέες μαινάδες μέσ’ στου νου το βράδυ
η ανθρώπινη λαλιά
τα συστήματα των φιλοσόφων όπως ανατολές με περιβόλια
φορβάδες της ομορφιάς οι γλώσσες
η αναγκαιότητα της μητέρας
τα ποιήματα δρόμος
και τα επτά στη ζήση αμαρτήματα
ο δυόσμος
το βλέμμα που πάει στ’ αστέρια
ένας θεός μεγάλος
ενδοκρινής
κι ο διάβολος με σιγή και διάρκεια οπλισμένος
απ’ τη θάλασσαν έρχονται.

2
Πολύς ο τρόμος
η χαρά γεννήτρα των άστρων
ευτυχίες απ’ τα κύματα...
Πολύς έρωτας και χιλιόγλωσσα δάση
φυτικές φυλές ολοσκότεινες
από ηφαίστεια ζωής απ’ τους πυθμένες
ένας παράξενος υπερπληθυσμός
θέλει το πάν κραυγάζει το Πάν
και τα πρώτα μυθόζωα τους αγκαθωτούς
όγκους αναπτύσσοντας
έξω στον ήλιο τυχαίον απ’ αιώνες
οι άγνωστες χλόες μόλις
τ’αρχικά δέντρα
και τα ερπετά
με πόδια σαν αργά κλαδιά του τρόμου
θα υψώσουν έχοντας τ’ όνομα χρόνος
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.

3
Σφάζω δευτερόλεπτα σ’ ένα υπόγειο μπαρ
είναι σαν ειρωνεία στο ποτήρι ο αφρός της μπίρας
και πίνω καπνίζοντας
αισθάνομαι τα χείλη φανταστικά στο φανταστικό πρόσωπό μου
βλέπω μια κατσαρίδα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει
τρώει τις νύχτες τα χαρτάκια των λογαριασμών
ονειρεύομαι στον τάφο της χαράς υπερκειμένης
πρέπει να φτερουγίσει στα χέρια μας η ανατολή σαν κορασίδα
πέρ’ απ’ τα νέφελα που χαστουκίζει ο ουρανός
με γαλάζια κομμάτια τρομερού φωτός
να μην αντηχήσουμε τις δίκαιες ορμές οι διχαλόψυχοι
σαν αποφράδες μήτρες ω ζώα υπέρτερα
να χαιρετήσουμε τον κρεοφάγο ήλιο πετώντας.
Κουράζεται να υπάρχει στο στήθος η αιωνιότητα
κι ο κόσμος τραγουδά με τους κατακλυσμούς
μια ύαινα έχει τελειότητα
κερδισμένη σε χρονικά
διαστήματα κίτρινης εποποιίας μέσ’ στα κόκκινα.
Ω κραυγή της ψυχής απ’ τον κεραυνό κομμένη
σαν καρπός είσαι γρήγορος
που τον κοκκίνισε η μικρόκοσμη φλόγα.
Κ’ η κραυγή τον απόρρητο σπόρο δοξάζει.
Χαίρε ραββί
χώμα η φωνή μας
στην εικοστή εποχή του κενού.
Με βάγια στρώθηκε ο δρόμος για να περάσει το υδάτινο γαϊδούρι
που σ’ έφερε στη νύχτα των ηλεκτρονίων.
Ιδού λοιπόν ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα
κάθε πόλις ολημέρα δαγκώνει
με τα δόντια των μηχανών
είναι μάζες ποσότητες η φορά κ’ η ενέργεια
και το νερό που γίνεται κρασί στο γάμο της Κανά
ελαττώσεις αυξήσεις αριθμοί με ησυχία των ίσκιων
έχουν τα όνειρα ξεκλειδώσει με γοερά κλειδιά
περάσματα φρικτής ελευθερίας ο νέος υπερπληθυσμός.
Και τα πρώτα θηρία βρυχιούνται στα πλάτη
σφυρίζουν επίγειες εγκαταστάσεις
οι στιλπνοί λαβύρινθοι των συσκευών
οργάνων και μηχανημάτων
ευτυχίες απ’ τα ραδιοκύματα...
Ο Πυρηνικός Δαίδαλος ηχεί την πλούσια γλώσσα
ο Πυρηνικός Ίκαρος αγκαλιάζει την ακάλεστη πράξη
μ’ αποστάσεις από νεκρά εκατομμύρια
κ’ η χαρά μυήτρια των ανθρώπων
όπου
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.

4
Μοίρες χιλιάδες μεστό κι αξόδευτο σκοτάδι
ένας κρωγμός μετάλλων η νέα μουσική
σα δέντρο η αιθέρια ελπίδα θροΐζει
και το κλάμα των ανθρώπων έχει φως
απ’ την ανοιχτή τούτη Άνοιξη των βροχών
εκεί ψηλά φέρνει αναστάσεις η Πυρηνική Μητέρα
σε χειμώνα τραγουδήσαμε σε χειμώνα
ο Ιησούς έχει ανάγκη από σκάφανδρα κοσμοναυτών
οι μέρες της επιστημονικής χαράς τον προσφωνούν

ΧΑΙΡΕ
Ο
ΑΝΑΒΑΤΗΣ

ο Ιησούς ανεβαίνει στον ύμνο λησμονώντας το τέρας της βίας
αίμα πολύ στις δεξαμενές του φόνου
και θ’ απομείνει στο πανάρχαιο χώμα της Γης
η λήθη.
Να πληθύνουμε τ’ άνθη ώς τα δυσθεώρητα κρεμαστά
φαράγγια σαν τα λούζει ο Μόνος αλλόφρονα με δέσμες ήλιων
εμείς της δουλείας ανωφερείς
εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία
των αιμάτων αιχμάλωτοι
και των οράσεων ιδρυτές
οι ναυπηγοί του θείου τράγου.

5
Μέσ’ στα δάση της ελπίδας φυσά ο παράφορος άνεμος
ώς το ανέλπιστον ωμέγα της ταραχής
μέσ’ στα δάση του νου κυλιέται το άλογο της υπερηφάνειας
αγγίζουμε τ’ αστέρια.
Κι όμως
ποτέ δε θ’ αντικρίσουμε τον Πατέρα.
Είν’ αυτός που βγήκε απ’ τα κλήματα
με τη συμφορά στο μέτωπο και σφαγμένη αγάπη.

6
Ψηλά στην καθάρια νύχτα τραγουδά το άσπρο ποτάμι
ψηλά στη νύχτα είν’ ο δρόμος της Παναγίας και πάει στα όνειρα
είναι ο Γαλαξίας η λιπαρά οδός των ελλήνων
και πάει στη θάλασσα της Κρίσεως
και πάνε τόσες ψυχές
κουβαλώντας η κάθε μια τις δικές της πράξεις
άσπρο ελεγείο που καθρεφτίζεται στην ήσυχη ροή του Ιορδάνη
και μ’ ένα όνειρο σαν από αετό
ψηλά το γήινο ποτάμι έχει την κοίτη.

7
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
πάρε, πάρε μακριά το φθινόπωρο.
Σκοτάδι που βγάζει ο αιματωμένος Ιησούς...

8
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.

9
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
στη δειλινή αιθρία ωραίων κι ωραίων ημερών απ’ το φθινόπωρο
της ψυχής είν’ ο ήλιος πρασινόχαρτο στάχυ
βγαίνει απ’ τα σκελετώματα στη σκάλα
που οι γύροι της αρδεύουν έρημοι το στερέωμα.
Τη ζωή τη στολίζει ο χρόνος
οι πράξεις αδειασμένες είναι στο κύλισμά του
κι ολομόναχο βλέπω το παιδί
που λάμπει πέρ’ από κάθε Γαλαξία.

10
Τα μυστήρια πο ’χει το θέρος ουράνιο
μέσ’ στην ψυχή πώς καίνε φέρνοντας άλλη σελήνη
κι άλλα χέρια στο κορμί μου για να υψώσω ελπίδα
με τη νωθρότητα των αγγέλων ερωτευμένος
Ιούλιε Ιούλιε
μέσ’ στη ζωή πώς βρέθηκα για ν’ ανταμώσω πάλι τις επιθυμίες
ο ενιαίος Αδάμ όταν τεμαχίζεται σε τέτοια οικουμένη
σε τέτοιον αριθμό αδιάκοπα
μέσ’ στην ορμή πώς είδα το πέσιμο φλεγόμενος
κι αδύναμος ν’ απαρνηθώ
τις πήλινες φωνές με τα λουλούδια κι αδύναμος
νά ’μπω στη χαρούμενη σπηλιά μαύρα μεσάνυχτα πενθικός
ρίχνοντας το σταφύλι που κρατώ στα δάχτυλά μου
για ν’ αντικρίσω μόνος τη λεμονιά τη νύφη
σ’ όλη την ασπάραχτη Άνοιξη, σ’ όλη την Άρτεμη που σύρει ψηλά
θηράματα τις εποχές κρατώντας στα κρινόχερα βροχές
και πάει στους χρυσωτούς αρχαγγέλους.
Δεν έχω μάτια είμαι ο διαιώνιος τυφλός
κι ακούω της απιστίας το λελέκι με τραγούδια στο κεφάλι του
τη μαθηματική λαλιά του κόκορα πρωί στην Παλαιστίνη
με την Τριάδα δεμένη και γύρω της οι ρωμαϊκές φλόγες
η νύχτα με διεκδικεί ολοένα
κούφια η νύχτα δε φεύγει κούφια η ματιά
ενώ στο δρόμο είν’ ο ήλιος, έρχεται, κι άμυνα δεν υπάρχει
στα σωθικά ραγδαίος Αδάμ ο τ’ όνομα πο ’χει Αντικριζόμενος
ο λέγοντας Όχι και γίνεται Ναι κι ο Ανάποδος
όπως κραυγάζουν ευτυχισμένοι στρατιώτες μέσ’ στο σίδερο
στήθη κεφάλια κι όνειρα μέσ’ στο σίδερο: «Τη νύχτα τούτη,
μα την αλήθεια, είχαμε καλό κυνήγι».
Να ο λόγος που φώναξα στη μαύρη συννεφιά.
σαν Ιουδαία είναι ο ουρανός απόψε.

11
Αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μοίρα
τα λίγα πουλιά στις πλατείες των χειροκροτημάτων
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μνήμη
μέσ’ στα φθινόπωρα που νοσταλγήσαμε την ευτυχία
εκείνα τα φθινόπωρα που έμπαιναν από μελαγχολικό αέρα
στην κρυερή δρόσο του Σεπτεμβρίου...
Δεν έχω τι να κάνω κι είμαι νέος
γεια σας δέντρα π’ ορφανεύετε δίχως φύλλα και θρο
ας κοιμηθούμε νωρίς
δεν ωφελεί ούτε ένας κινηματογράφος
αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος.

12
Φως εκ φωτός υμνώ και δοξάζω
την κακία στα τάρταρα τη ρίχνω
και τ’ αστέρια μονάχος τα δείχνω
πριν ο κόκορας της προδοσίας λαλήσει
πριν η ψυχή στη σκάλα με τον άγγελον ορθοποδήσει
και τον τράγο για την ώρα διχάζω.

13
Στην καταιγίδα φωνάζουν οι κεραυνοί τόσον άλαλοι
μ’ ένα ηλεκτρικό κλαδί ο καθένας στη διάπλατη λάμψη
στις πτυχώσεις τεσσάρων ανέμων διαιρουμένων
στο μεγάλο ριπίδιο.
Φως εκ φωτός τα ρούχα των αγγέλων
άσπιλος παραλογισμός ο ουρανός
ένα κονσέρτο του Vivaldi με παρηγορεί
μα η ομορφιά τη νύχτα χαμηλώνει τα σημάδια της
πολλές φορές είμαι σκοτεινός απ’ το φως της
τ’ αστέρια είναι πάντα κλειδωμένα λοιπόν.

14
Ω ανθρώπινη φύση κι αγάπη
που μυροβόλησε απ’ τον αφάγωτο Σπαραγμένο
για λίγη ζέστη στα κόκαλα ο θνητός αναγαλλιάζει
λαλεί το στήθος η ελπίδα το φουσκώνει στα πελάγη
με κρουνοφόρους υετούς ώς τη μεγάλη περιπέτεια.
Σα γάμος είν’ ο θάνατος και σαν την πεταλούδα
γυρίζω τις πράξεις απ’ τον ήλιο γοερά
και πλουτίζω το κίτρινο
ξηλώνω τις πράξεις απ’ τις ώρες
και τις βαφτίζω σ’ όλα τα δευτερόλεπτα
που τα ’χει δικά της η άγρια πίστη.
Γιατί έχτισα το ναό μου σε τρεις γοητείες
έρωτας πόνος αθανασία.

15
Δροσερό κι άσπρο μέλλον
εδώ στην Ελλάδα χαιρόμαστε τις εποχές με τον γαλάζιο Δία
βλέπω, βλέπω, ποια τύχη να βλέπω
γυναίκες με τα μάτια δροσίζουν το χορτάρι
όλο κανέλα και μοσχοκάρφια πώς ευωδιάζουν οι όμορφες
νύφες αραιές είναι τα ρόδινα νέφη των Νοεμβρίων
εξαϋλώσεις ποταμών πεδιάδων εμβρύων
ο βοτανισμός του ορίζοντα και τα ονειρόδεντρα
που ’χει πλύνει για πάντα ο θαλάσσιος όμβρος
κ’ η Μαριάμ η γοργόνα σταματώντας αργυρά πλοία
με προφυρογέννητους κι ο λαμπρός φούρναρης ο θεός
απλώνοντας τη χερούκλα για να βλασταίνει το γέλιο.
Ένας χλωρός αέρας σπρώχνει το θάνατο στην ποντικότρυπα
ένας αέρας διώχνει με σφυριγμούς τη δυστυχία
στο μεγάλο τετράγωνο της πείνας
απ’ την Ευρώπη κι απ’ την Αφρική
κι απ’ την Ασία κι απ’ την Αμερική αέρας αέρας
είναι ο ανθοφόρος Βάκχος με το κοντάρι τ’ Άι Γιώργη
και τεντωμένες οι σημαίες απ’ το μεγαλείο που φυσά
στους καιρούς με χειμώνα της Εξουσίας.
Ανεβαίνει πτηνό σαν πίδακας κρατώντας του Χριστού βραχιόνι
χλοερό μέλλον ο κόσμος ακράτητος
ο κόσμος ηλιακός
απ’ το φεγγάρι φτερούγισαν οι ασημένιες χιλιετηρίδες
απ’ το σκοτάδι γκρεμίζεται η χαμηλή οδύνη
στα φλογοβάραθρα της λησμονιάς μέσ’ στο σκοτάδι πάντα.
Ο χρόνος φουντώνει τα Έθνη τις Επιστήμες τις λεύκες
Τέχνη και Δικαιοσύνη μεγάλες κερήθρες της ψυχής
Ιδανικά Μητέρες Οράσεις Ύμνοι
κι ο ήλιος όχι πια ένας σκύλος
μονάχα φως ατάραχο
που ωριμάζει με περιστροφές το θείο φρούτο.
Και τη νύχτα να. ο Γαλαξίας
όλο ρέει στην άγρια φυλλωσιά των ουρανών
ο κόσμος αλλάζει και χορεύουν οι δρόμοι.


" Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ "

ΝΕΩΤΕΡΟΣ
Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή
με τον έρωτα
με τα στήθη
ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή
με γυμνά δάκρυα
με πόνο θησαυρισμένο στο βλέμμα
ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τους συνομηλικούς μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν υπάρχει δεύτερη ζωή ν’ αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.
Σύντροφε ουρανέ
άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια
κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ’ όνειρο
πάει κ’ η αγάπη
χάνεται
σαν το νερό στην πέτρα.
Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;
Μέσ’ στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.


ΡΟΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ
ΑΛΚΥΟΝΗ
Δυνατή ώς τη θάλασσα με χίμαιρες θερμές του αέρα
ήτανε σα νερά στο πρόσωπο τα μαλλιά της
εγώ την έβλεπα ονειρεμένη στους αγρούς
με του φυτού τ’ ανάστημα ο μόνος.
Αλκυόνη φέγγεις τα όνειρα και χύνονται κρουστοί καρποί στο σπίτι
μιαν ώραν οπού χαράκωνες το λάμπρος μέσ’ στις σιωπές
η νοσταλγία σ’ άγγιξε βραδάκι.
Άκου, κράζει ο κόρακας ερημικά πετώντας
πηγαίνει με τον άνεμο φτεροσταματημένος: Ο καιρός θ’ αλλάξει.
Μα εσύ πέρα στην καλοσύνη αλιεύεις τ’ άστρα
κι αστράφτει το χρυσάφι έξω από κινδύνους.
Αλκυόνη έν’ άγγελμα σιμώνει μέσ’ στην ταραχή του άνθους
εγώ ο δακρύπλουτος
πίνω καφέ σύντροφο στο μυθικό γαλάζιο
σύγκορμα δευτερόλεπτα περνούν απ’ τη γεύση μου.
Φως υπεράνω έρχεται και χύνει την αγάπη
καθώς ο δρόμος είναι γυριστός – της μοναξιάς τυλιγάδι.
Κατόπιν από μια ωραία γυναίκα τι να υπάρχει; Μονάχα ο τάφος.
Κι ο έρωτας ενώνει τα κορμιά
με την υγρή του σύνδεση για πάντα
σε μια στιγμή
που ο φθόνος του καιρού την ξαναπαίρνει.
Έφυγαν οι μέρες έχω την ωραία μνήμη.

ΒΡΑΔΥ
Μια γυναίκα κλαίει στον ίσκιο της φωνής –
ω γοερά γόνατα – και φεύγει
το κακό σαν άχρηστο ζώο.
Έβλεπα τα στήθη της
κ’ ήτανε βράδυ πολύφυλλο και φωτισμένο.
Σα μίσχος άνθους ο χρόνος
αθώα υψούμενος.

ΠΙΚΡΟ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ
Η καρδιά κλονίζεται μ’ αναστάσιμα
στέγες αναίσθητες απ’ τον ήλιο φαγωμένες
εγώ είδα τα μάτια μου σαν εργαστήρια της λάμψεως
μέσ’ στην αγάπη ολημερίς –
κ’ η αγάπη να σφάζει τους ανθρώπους υπάρχει
μ’ ένα ουράνιο μαχαίρι των πράξεων.
Η Άνοιξη στο χώμα βασιλεύει
μέρες ώς τ’ αστέρια ο άγγελος έχει το θάνατο πλημμυρίσει.
Ώρες που σας περπάτησα
νύχτες ανόμοια ηττημένες...

ΤΟ ΙΕΡΟ ΧΑΣΜΑ
Η γυναίκα βαθαίνει το κορμί
ποτέ την ψυχή με τους ήλιους της
αλλάζει την όραση σε σκοτεινό δρόμο
είναι δίχως τρόμο.
Παίρνω τη λύπη σαν κλουβί
πουλιά δεν έχω
γυρίζοντας απ’ τα μαλλιά της
βλέπω το κέρδος αδειασμένο
δροσερός από τρόμο.

ΦΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Δόξα στην ερημιά που λάμπει στο στήθος μου
βαθύτερος ο λυτρωτής κ’ η ομορφιά στις ουράνιες εντάσεις
εκείνος έζησε ψηλά
εκείνος πάλι αστράφτει μέσ’ στις νύχτες
οπού ξεχνά τους γενετήσιους κρωγμούς
ανεβασμένος ώς την άκρατη σιγή και μονομάχος.
Τα χόρτα και τα έντομα ποτέ δε με παιδέψαν
η ώρα πάντα μ’ αγαπούσε μέσα στην ανατολή
γύρεψα τα πουλιά και μου αποκρίθηκαν.
Υπήκοος του ανέμου
έρχομαι να φωνάξω δυνατά με τη φωνή σαν όπλο
είναι μικρός ο ήλιος της γυναίκας.

ΑΣΜΑ
Ταξιδεύοντας μέσα στις ξένες βροχές
κηρύσσοντας την αγαπημένη
θάνατος άλλος δεν υπάρχει μόνον ό,τι διάβηκε
την ώρα που ο σκύμνος νείρεται σκοτεινά
την ώρα που ο σκύμνος βαθαίνει το μαύρο
με λίγες φωτιές να αιωρούνται στα μάτια μου
όπως ο ουρανός διάτρητος από έρωτα σπιθίζει.

ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΟΣ
Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ’ άστρα
κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο
εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες
χύνοντας το νερό τόσον άτυχο
εγώ έπεφτα
ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.
Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα
έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ’ τα σπλάχνα
και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος.


ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς
πηγές.


Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ
Ποτάμια δάση και νερά που με καλούν
αιώνες λουλουδιών εκείθεν…
Ω σώμα, τη μνήμη δεν κρατώ
μάχομαι στην ανάμνησή μου.
Ο κόσμος οπού θα λησμονηθώ κορυδαλλός είναι μονάχα
και το κελάηδημα είμ’ εγώ
και το φτερούγισμα δεν επιμένει
μα τα πουλιά βαραίνουν απ’ άλλη καταγωγή
φεύγοντας τη δική σου τύχη, σώμα.

Ποτάμι αχθοφόρε της πηγής
όταν ο μελαχρινός αέρας τραγουδήσει
της νύχτας ο μικρός αυθέντης
κινώντας φύλλα και πουλιά στη σιωπή
δεν είμαι μόνος.
Κι όταν μια έρημη μάντρα κοιμήσει τα ερπετά
κι όταν αγγίζω το στήθος της ωραίας κόρης
ο δρόμος δένει πάλι τ’ όνειρό μου.


ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι
στα χαράματα
στους δρόμους
στην Αθήνα.
Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα
σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι.
Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους
φεύγοντας απ’ τη θύμηση το θάνατο μαγεύω
είν’ ο κόσμος ενάντιος
είν’ ο Ιησούς
τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία
δίχως φωνή
δίχως αγγέλους.
Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί
αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας
χορηγός των ψιχίων
ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων –
έδωσε τον ένα στην πείνα
έδωσε τον άλλο στην ανάσταση.
Κ’ εγώ γράφοντας αγγίζω τ’ αστέρια
θνητός
εναγκαλίζομαι την εσπέρα
θνητός
και μέσ’ στη νύχτα κλαίω.
Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού
με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη
τ’ άνθη της λησμονιάς –
είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι.

ΕΝΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
κλώθει τα δικά της πετεινά
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τρέχει μια ξανθομάλλα
δυο φλόγες τριανταφυλλένιες
ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –
άραγε που πηγαίνει.
Και συ παιδί της λησμονιάς
ευωδιασμένο μέσ’ στα βάσανα
μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας
ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού
κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.
Χάρισέ μου το μενεξεδένιο τραγούδι που λένε τα μάτια σου
γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια
χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές
τα ξέρεις αυτά τα χέρια
που δεν έχουν την τόλμη του σώματος
αλλά μονάχα
τα πλήκτρα βυθίζοντας
μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;
Με γιασεμί παράπονο στα χείλη
τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω
παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –
μικρέ φωνακλά του δρόμου
πληγώνεις την καρδιά.
Είν’ η μοίρα μας έτσι
ώς το θεό φτάνοντας μέσ’ στον ήλιο.
Αντίο αγόρι
για σένα λυπάμαι
εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.
Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα
με τριάντα δραχμές ησυχάζω.

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. είναι μονάχα ένας γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
- μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα...
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά
μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά
πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας
όπως εδώ στην άνομη πόλη
ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και με δέντρα.
Ένα μεγάλο φύλλωμα σκέπει την καρδιά μου
κλειδώνει τα πουλιά
σχίζοντας απ’ τις ευωδιές χιλιάδες αναστάσιμα
κ’ η γυναίκα βαθύ βασίλειο σκλαβώνει το δέρμα μου.
Όποιος έριξε τ’ αστέρια στην αγριότητα
νιώθει τον πλούτο του άνθους
οι θεοί κατεβαίνουν απ’ τους μίσχους ώς τη μοναξιά
και τους χυμούς ανεβάζουν με γαλάζια όργανα
γενετήσια.
Ω σιωπή βγαλμένη στα παράθυρα του αιθέρα
σα να δείχνεις
τις κυματιστές ρίζες του κήπου,
άλλη ματιά δεν εχάρισε το αόρατο μέσ’ στο αίμα πρόβατο
που σκύβει στο χορτάρι σου ψηλά, μονάχα των αγγέλων.
Κρήνη θανάτου ανθίζει με χρυσάφι
κ’ η όμορφη φτέρη ψιθυρίζει νέους ύμνους
φανερώνοντας τη σοφία της αναπνοής
ολόκληρο το θάμβος ωσά σώμα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΠΟ
Νύχτα βεγγαλική φαιδρύνει τους θορύβους της Αθήνας
όπου σπιθίζουν ίμεροι
κι αεράκι σαλεύει τις φυλλωσιές απ’ τα όνειρα.
Χτες το φεγγάρι να ’βλεπες – χάνεται μα η κίνηση τ’ ανασταίνει
τυλιγμένο σε σύννεφα όμοια με καπνούς
γκρίζους και μαύρους...
Πού είναι μέσ’ στη μνήμη το άκαρι
θαλάσσια η ταπεινή αθερίνα
μέρες του χαρταετού νερά της Κυριακής ερωτευμένα
και μια κραυγή απ’ τα βάθη: Αχ να λησμονηθώ με τη μητέρα!
Δεν ανεμίζει τώρα ένας παιδικός Επιτάφιος
όταν ακολουθούσαμε σα να ’μασταν όλοι
σταματημένοι σε κάποιο σημείο του αέρα
κι ανάμεσα στα σιδερόφραχτα ένστικτα
πέρα στο δρόμο βάθαινε η κηδεία του Χριστού
σα λείψανο ένας γέρος ανοίγοντας κάποια ξύλινη πόρτα
βγήκε να χύσει λίγη κολόνια στο χρυσοκέντητο πανί
λευκά λουλούδια πάμφωτα και οι ψαλμωδίες
ελαφρός ουρανός αθώα κορίτσια...
Ω χώμα πότε άρχισες αν ρωτήσω
πάντα ατελείωτη και πάντα φτάνει
στους θάμνους η ωραιότητα.
Με τα τριζόνια λούζομαι
καθώς υγραίνει ο έρωτας το χρόνο
τη νύχτα που παντρεύονται οι γάτες στ’ αγιοκλήματα
τη μέρα σαν κοιμούνται στους κήπους οι φωτογράφοι με άσπρα
και μένει ο βραδινός Άγιος
στην υπαίθρια εκκλησιά με τ’ άφωνα καντήλια
μέσ’ στο μακρύ και σκούρο ρούχο του
ο Άγιος Δημήτριος ίδιος με κορασίδα.
Είν’ ο τόπος ουράνιος.

ΕΣΠΕΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
Το σήμαντρο αναστενάζει.
Με την αγάπη στην καρδιά
στους φιλικούς δρόμους ανοίγω την ύπαρξή μου
κατεβαίνω μεγάλη σιωπή κι ακούω τα σκαλιά της
είμ’ ένα πρόβατο αγγίζω δειλινά
μα φεύγουν όλα
σκοτεινιά που θα μας οδηγήσεις.
Αγγελικέ μου θάνατε
προσφέρω τη θυσία.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Κάθε πρωί χαμογελά στα κυπαρίσσια ο ήλιος
είναι παλιά η δύναμη των τάφων
όπου χαίρομαι πέρ’ απ’ τα μάρμαρα
τους γυμνούς πεθαμένους
ολημέρα τους ακούω να λένε για το χώμα με κούφια μάτια
ολημέρα λάμπει το ψωμί
που δεν έφαγαν οι έρημοι φτωχοί στη ζήση
και μονάχα τον Άδη χορταίνουν.
Έτσι χανόμασταν έτσι θα χαθούμε
στους λύκους ανάμεσα και στο θάνατο.
Μ’ αρέσει να περπατώ σε τάφους
μ’ ένα τραγούδι στη φτώχεια δοσμένο
και πάντα ενάντιο
στους κλέφτες της ανθρώπινης τύχης.

ΗΧΗΡΟ
Σύρματα τιμημένα της ζωής μου
οπού με ζώνετε τόσα χρόνια
σκλάβος ανέβηκα ώς τ’ αστέρια
τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει
μέσ’ στην ορμή για ποίηση
μέσ’ στην ορμή για έρωτα
σύρματα της ζωής μου.


ΦΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΑΙΜΑ
Η ΕΛΙΑ
Η μάνα μου είναι σαν ελιά
με τ’ ασημένια της μαλλιά κοντή ελληνίδα.
Κ’ εγώ μονάχος
βλέποντας τον ουρανό στα ρείθρα.
Πατέρα θα σ’ εύρω κάποτε ψηλά
γυρίζοντας απ’ τον πλανήτη;

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Λιώνει τα λιγοστά μου ενδύματα μαζί με τον καιρό η αγωνία
μέσ’ στην Αθήνα που έχει την έκταση φονικού
και γκρεμίζεται
το σκονισμένο βλέμμα μου στους εχθρούς.
Ανάλαφρο κορίτσι
σαν χορός είναι τ’ αστέρια και συ το γενετήσιο αγέρι
την άτολμη καρδιά μου σ’ έχω δώσει
όταν πονώ στον ήλιο και στα νέφη
δίχως να λύνομαι από σένα.

ΩΡΑ ΤΗΣ ΟΡΑΣΕΩΣ
Κυκλάμινο μέσ’ στο δείλι ο Υμηττός
κι ανάερες αποχρώσεις
ώς τη φριχτή πόλη.

ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΗΧΟΣ ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
Να της ημέρας ο γάργαρος θάνατος απάνω στα νερά
σαν ένα λεπτό κλωνάρι εύθραυστο…
Κι ανάμεσα σε δυο στιγμές
ένα θεϊκό σύρεται ρίγος
βαθαίνοντας την αύρα.

ΕΙΚΟΝΑ
Ο ταπεινός οπού το στήθος έχει ξοδέψει
γυρίζει στις ώρες αβοήθητος
ώς νά ’ρθει πάλι με τη νύχτα ο ύπνος
που γλυκά στην ακοή αλλάζει τους θορύβους και τις ομιλίες
γυρίζει δίχως τα ξανθά μαλλιά της αγαπημένης
ώσπου μονάχα ο ύπνος τον αδειάζει απ’ το βάρος.

ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΕΙΝ’ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ο άνεμος του σώματος απάνω στα μικρά σου δάση
κινεί τις μυρουδιές τ’ αρώματα τη θλίψη
που σε κρατά μοναχική χωρίς ελπίδα.
Κι αν γείρεις τα νερένια της χαράς αθώα μαλλιά στην κρήνη
θ’ αναστενάξουν άγγελοι μέσα στο θρόισμά τους.

ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
Θυμάμαι στον πράο Αργολικό με μακρινές βαρκούλες
τον ξανθό καταρράκτη σου Μαρία δίχως ύλη
και τα μάτια σου να πλημμυρίζουν από κίτρο
σαν έδειχνες τον ήλιο τραγουδώντας τις νεροκορδέλες.

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ
Τη μοίρα μου περιγέλασαν οι άνομοι
γιατί φανέρωσα τους ίσκιους και δείχνω το νερό
μέσ’ στη χερσαία πνιγμονή στα στήθη τους
θάμβος η δική μου ακινησία.
Λένε Ιδού αυτός ο νομάς
ένα σώμα σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.
Μα η χαρά να είμ’ ακίνητος
τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ είναι η Άνοιξη που βγάζει δροσιά και άστρα.

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Ακούγεται μακριά ο ευθύαυλος
ωσάν ατελείωτη στύση της φωνής
η ξύλινη μοίρα μας εδώ στους βράχους.

Η ΑΓΑΠΗ
Τα όνειρα βλέπω στους αετούς μ' αυτόνομες σταγόνες
κ' η αγάπη δεν έχει στήριξη μέσ' στα θηρία.
Είναι σα νυχτερίδα με τα βδελυρά
φτερά τα σπλάχνα μου απόψε.


ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ανάερος ουρανός όπως η αγάπη
νέες παρθένες
ανοίγουν ελαφρά τα στήθη μέσ’ στην Άνοιξη
στον κόσμο που έπαψε να λατρεύει.

Αθήνα πόλις
όνειρα δροσερά
φωνές της νεότητας οπού κύλησε στο θάνατο –
νύχτα πέρασεν ο θεός απ’ τη δική σου ομορφιά.

Μέσ’ στη χαμένη ελπίδα σα να κρέμεται ο σκελετωμένος ήλιος
έρχονται δειλινές γυναίκες απ’ τα όνειρα
κινημένες ιερά –
τι σημάδια που έφερεν ο ελαφρότερος αυτός θάνατος
όσο μια ευτυχία πιο βαθειά κι απ’ το πνεύσιμο των φύλλων
όταν ο φτερωτός γαλάζιος δαίμονας
ίδιος μ’ ευαίσθητο θηλαστικό την όραση πλουτίζει
από δρόμον αιώνιο μεθώντας.

Πρώτος χαρούμενος ο ποιητής
χαίρεται της Ανοίξεως τα δίχως τέλος άνθη
μόνος αγγίζοντας
το τρυφερό έπος των χρωμάτων.

Είναι μια δύναμη ψηλά στ’ αστέρια
είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά
της Αττικής ουράνια ευαισθησία.

Ο Γιάννης πάλι σαν ζεστό ελάφι
τραγουδά τη μοναξιά
κρατώντας μέσ’ στα δάχτυλα τους ύπνους
ελπίδων ιδεών ονείρων
από μετάξι.

Ω νύχτα τόσον αθώα
βασιλεύεις με τα ύψη –
των άστρων ερωτικός είν’ ο μεγάλος ποταμός –
κ’ η θλίψη πάντα του φθαρτού μέσ’ στην καρδιά μας.

Αν πω την Άνοιξη μυστήριο
το λικνιστό της ευωδιάς κοράσι αν φωνάξω
σαν περπατεί μονάχο στην απόλυτη σιωπή
δεν έχω πάλι τ’ άχραντα
της καθαρής κι απρόσμενης στιγμής
που οδηγεί στο θαύμα.

Βρομίζουν εκατό φορές οι ερωτευμένοι
στην πνοή του έαρος
ή
μακριά στο φθινόπωρο με λίγη τέφρα.
Ένα λουτρό της μοναξιάς αδιάκοπα σώζει.

Πέρ’ απ’ τα κάθ’ αισθήματα
συνάντησα το πρόβατο σε λάμψεις.
Έχει χορτάρι πάντα η γη
κι αυτό με ριζωμένα μάτια τρώει.

Κύριε σε βλέπω χωρίς τις πληγές
ώς την πορφύρα του μεγάλου θάνατου
μετρώντας την αγάπη.

Δειλινό
ψιθυρίζουν οι κήποι
πεθαίνει ολοένα η ώρα
κ’ οι νεκροί θα ξυπνήσουν εμορφότεροι
στη γλυκειά τυραννίδα της μνήμης.

Μάγια να δείχνει ο αττικός αιγιαλός
με την ορμή του κύματος
εσύ ξανθή και χίμαιρα
βγαίνεις απ’ το ζησμένο σου κορμί.

Χάραμα της Αθήνας οι δρόμοι χαμηλόφωνοι
καθώς πάει ο χρόνος για τον ήλιο πάλι
μέσ’ στην ερήμωση πώς αναπαύονται
μοιάζοντας των ανέμων.

Θέλω νά ’βρω το πράγμα, την ανάσα του Υιού ν’ ακούσω
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Ν’ απολαύσω πτηνά
τους θεούς υποφέροντας
των ελλήνων ο πρόθυμος
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.

Θ’ αναγγείλω μια νέα ελπίδα.
Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου.


ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές...

Να περιμένεις την πνοή π' ανοίγει  τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος
έρχετ' η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θα 'ρθει κ' η νύχτα θα 'ρθει κ' η μέρα
και πάντα το φως.


ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
C’ est le Christ qui monte au ciel mieux que les aviateurs
il detient le record du monde pour la hauteur
APOLLINAIRE
Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις αισθήσεις
κι ο ήλιος να υφαίνει μια σχιζοφρένεια στα τέρματα της ψυχής
να ’χεις το έγκλημα στις λέξεις και στο στήθος
ένα μαχαίρι διπλωμένο μέσα στις ορμές –
κραυγάζεις την καταστροφή δεν έρχεται πλήρης
κ’ η εξουσία του σώματος πώς συνεχίζεται γύρω
σφάζοντας τ’ αφτιά μου...
Στον ύπνο, είδαμε, λύνονται τα νεύρα χαίρονται τα οστά
ο δρόμος τ’ ουρανού τι καθαρός που είναι
ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους
ένας ο δρόμος και πολλοί άγιοι
κάθε αυγή τον καθαρίζουν.
Εδώ σκυλεύεται ο μανικός
οίστρος από θεϊκές δυνάμεις.
Ώστε λοιπόν ας δώσουμε τ’ ανθρώπινο κράτος στην ενεργό κοίμηση.
Ένα πηγάδι αντίστροφο μας έλαχε ο αντίλευκος Αδάμ
αλλ’ όμως δεν αδειάζει στη Βαρύτητα κι αδειάζει στο Χρέος.
Είμαι θνητός
ας κοιμηθώ μέσ’ στην αγάπη
ας κοιμηθώ στην αφύπνιση.
Η αγάπη ’ναι το τέλος του σώματος.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Φύλλα δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δέντρο
με χυμούς καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου η σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο λυτρωτής τ’ αστέρια σα μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

Φύλλα χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι και σας κράζω
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

Φύλλα γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι σχολείο που είναι η θλίψη
και τα πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος μια χλόη μικρή και την παράκληση
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια Κυριακή με φέρνει ώς το θάνατο
γυρίζω δύσκολα τη μνήμη
κι αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’ αυτό στενάζει μέσ’ στην Κυριακή
μονάχη της η δύναμή μου.


ΤΡΙΠΤΥΧΟ
Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ
Γέρνει ο χρόνος του ηγεμόνα σε θάνατο
καμωμένον από φεγγαρίσιο ασήμι
και θάλασσες ακίνητες
όπως κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι
κ’ ένα βαθύ πτηνό βγάζει καπνούς μέσα στη νύχτα.
Γνωρίζω τι σημαίνει να σπάσει το στήθος, είπε ο πατέρας,
ωχρός ανεβαίνοντας απ’ τα βασιλικά που φορούσε ρούχα
στον αγγελόχνωτο αέρα.
Η ώρα ήτανε του μάντη φονική
ο έρωτας εχθρός παραδείσιος.
Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο
η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης
άλυτη μητέρα με τα πόδια σκλαβωμένα
πιο ψηλός κι από μητέρα
έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.
Η μοίρα είν’ ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη
και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση –
έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος
ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα
και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –
μα εγώ βρίσκομαι σ’ ουράνιο μεσημέρι
για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου.
Έχεις το χρυσάφι των οφθαλμών
άφησέ με
η ερημιά με θέλει ζωντανό και μονάχο –
άφησέ με
ώς την άκρη του Ειπωμένου θα συμπορευτούμε
κατόπιν είν’ ένας δικός μου καιρός με την κόρη,
έλεγε ο πατέρας κ’ έδειχνε τον άχρηστο ήλιο.
Λοιπόν ήρθε η ώρα κι ο βωμός μεγαλώνει σα σύννεφο.

ΜΥΚΗΝΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
Τι περισσότερο πλαταίνει την πράξη απ’ την αθωότητα...
Ίδε ο δεσμώτης διάφανος με τ’ αστέρια
εξουσιάζοντας τον άλιωτο πόνο στ’ όνομά του
φίλος του φωτός ή Προμηθέας οιωνίζει το φόβο μας
ύστερα χιλιάδες μάσκες αλλ’ εγώ
θα μείνω σε μια θύρα σαν κέλυφος οπού η δόξα το σπάζει
ο Αγαμέμνων
αγγιγμένος από τριανταφυλλένια νύχτα ηγεμόνας
είναι οι ριπές των ματιών του μεταξωτή λάμψη
και η Κασσάνδρα
κορακάτη με κόκκινα βαθιά σημάδια στο λαιμό
θυγατέρα βασιλέως ψυχοπαθής απ’ τη μεγάλη υγεία.
Το μοναρχικόν άρμα έχει σταματήσει και των ανακτόρων η πύλη
ανοιχτή με την Κλυταιμνήστρα στολισμένη
ελαφρά ποδήματα ρούχα γεμάτα έρωτα και μύρα θανάτου
στα χέρια της ο πορφυρός πέπλος –
όμως
ήλιος δεν περιμένει την ανάσα του νικητή Αγαμέμνονα
δέντρα η βλάστηση όλα σε μαύρο πετεινό
τ’ αστέρια οι πράξεις
ο στρεφόμενος καιρός
καθώς ανοίγει τους θαλάμους των εποχών κατάφυτους
και λάμπουν τις όμορφες νύχτες τ’ ασπρόρουχα της σελήνης
όλα σε μαύρο πετεινό.
Άφωνος με την καταγωγή των τάφων
ό,τι μέλλεται πώς να εμποδίσεις αντίκρυ στα πουλιά...
Ένας ο δρόμος και οδηγεί προς το αίμα.

ΤΟ ΛΙΟΔΕΝΤΡΟ
Τι αίμα στους Λαβδακίδες
κι απ’ το σκοτάδι των ματιών
σ’ άλλο σκοτάδι πέφτει ο κουρελής Οιδίπους
έρημος με τους θεούς
παθαίνοντας τις πράξεις του.
Μοιάζει στο φως ο πιο αθώος
ανεβαίνει στα τάρταρα (κ’ είν’ τούτο φρικτό μυστήριο)
μ’ ανάερο κεφάλι σαν χαρταετός ανεβαίνει
δεν είχε άλλη ομορφιά εκτός απ’ την αγάπη.
Ο χρόνος πλήθυνε στα μολεμένα σωθικά
είμαι γεμάτος μαύρες ημέρες,
ο γέρος τραγουδούσε,
κι ακούγονταν χιλιάδες αηδόνια στη συμφορά του
καθώς ο αττικός ήλιος έπλεε πάνω στην αιθρία
σαν θαλάσσιο ξύλο και ψυχοπομπός.
Ω τα ελαφρά χέρια των Νυμφών οπού θλίβονται
τρυφερά φυτρωμένα στ’ αερικά σώματά τους
πώς βαραίνουν
τη βοήθεια μη μπορώντας σ’ εκείνο τον άμοιρο!
Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό,
τραγουδούσε ο Οιδίπους,
ένα κορμί που έκλεισε το ρεύμα των ιλίγγων
αγγιγμένος με θείαν αφή
της Ειμαρμένης όλβιος.
Γιατί ποτέ δε θά βρει άνθρωπος
τις βουλές του θεού ταιριασμένες έτσι μέσ’ στο αίμα
χυμένες απ’ τα αιθερικά βασίλεια
τη μεγάλη καρδιά όπως γύρεψαν και την πλημμυρίζουν.
Ελεύθερος αντικρίζει πάντα τη Θήβα
και σωπαίνει
ο θάνατος.


ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
Είμαι γεννημένη να πράξω τους ζεστούς φόνους,
η Μήδεια λέει αγκαλιάζοντας τ’ αστέρια
δεν έχω έναν άνθρωπο
ν’ ακούσει απ’ το στόμα μου τη μέσα δικαιοσύνη
οπού με καίει στην κάθε ρόγα στα βυζιά
με καίει στην ήβη.
Κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης
με το βότρυ σε πάει πάντα στους θανάτους
κι ο πράος μουσηγέτης όμορφος απ’ τη διάρκεια
μ’ αφήνει μονάχη με τα αίματα
κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης –
η Μήδεια λέει δείχνοντας τα κόκκινα χέρια.
Μεγάλο δικαστήριο η ορμή και την ακούω θεέ μου
σε δύσκολους χυμούς ω νύχτες
η βλάστηση μυρίζει από νυφικό φεγγάρι
σκοτώνω για να φτάσει στα ουράνια η οργή
να σχίσω και το στήθος
αν ίσως η φωνή δεν άρκεσε ποτέ να λάμψει η μοίρα –
πόσες, αλήθεια, ηλιαχτίδες είν’ ακόμη ώς το τέλος,
η Μήδεια λέει
καθώς αφρίζει ο νους της άσπρη συμφορά
στο μανιασμένο στήθος η εκδίκηση
σαν αιθάλη.
Τραγουδήσετε τη χαρά μου
κάποτε είχα κ’ εγώ τα όνειρά μου
με πόνο τραγουδήσετε,
η Μήδεια κλαίει.

Ο ΔΥΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Κοπέλα της παντρειάς απ’ τη Θήβα
πάει σ’ έναν τάφο βροχερό ακόμη και σήμερα
πάει με δυόσμο στο στήθος
τώρα που κιόλας γράφω
τι αθόρυβα τα βήματά της ακούγονται
πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη.
Έχει να θάψει αγαπημένον αδελφό κ’ ύστερα να πεθάνει
η αδελφή του Οιδίποδα η κόρη.
Τώρα που κιόλας γράφω (χρόνια και χρόνια τόσες αστραπές...)
βγάζει τρομερήν απόφαση ο Κρέων
είν’ αυτός ο καιρός
και το κρίμα είν’ αυτός πάλι
εξουσία και θάνατος μεσημέρια νεκρά
μα η Αντιγόνη τόσον άχρονη
σαν τελώνης η ταπεινή
με δυόσμο στο στήθος
έχει το φως και τη ζωή,
μόνη στο αίμα ιδρύει την αγάπη
χωρίς να ξέρει πως θά ’ρθει στα χείλη
κάθε που η θυσία θε να λάμπει για τους ανθρώπους
χωρίς να ξέρει τη μεγάλη μοίρα της
η σταυρωμένη.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
απ’ το φεγγάρι σταλαγμένη σαν ασημένιο κοράσι
η Μήδεια καθαρή κοιμάται με τους φόνους στον κόρφο της
δεν υπάρχει ο έντρομος δαίμονας των ημερών
οπού χύθηκε για πάντα στη φωτιά
η εύφλεκτη ύλη του έρωτα
δεν υπάρχει το βλέμμα της σκύλας τυρρηνικής
μέσ’ στα μάτια που έλαμψαν από γαμψή εκδίκηση.
Στη λησμονιά πηγαίνω δίχως ήλιο με τα κάλλη των ανέμων
όλα στο τραγούδι κ’ η ψυχή στον Άδη
ξεραίνονται τ’ άνθη οι πράξεις τα ονόματα
πάει κ’ η αγάπη χαμένη
σαν περαστική πνοή στα χαρτόνια
ο άνθρωπος έαρ η θάλασσα
βουνά και κάμποι ο ουρανός – χαρτόνια.
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
η Μήδεια γελά δυνατά μέσ’ στη νύχτα
είναι το γέλιο της ασπράδι από μουχλιασμένο αβγό
ψέμα η γέννηση ψέμα κι ο θάνατος
ψέμα ο ήλιος και παιχνίδι σκοτεινό
που φέρνει ταραχή στο στήθος.

ΡΩΓΜΕΣ
Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μέσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.


ΣΤΗ ΛΙΝΔΟ
Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη. εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
ΚΑΛΒΟΣ
Θα ’λεγα τη λευκότητα έρημο μεγάλο περιστέρι
ν’ απλώνει τα όνειρά μας ως τους τάφους
λευκότητα χωρίς κανέναν ήχο
ταπεινός έρωτας η Λίνδος.
Μια κοτσίδα στο χώμα θαμμένη της Ελαφούσας
εωθινοί βράχοι
χαρούμενες αύρες.
Έβλεπα τις ελιές κι άλλα δέντρα
οδύνη που κλονίζει τα φυλλώματα
όταν ο τζίτζικας είναι βαθύτερος απ’ τη σιωπή και λάμπει.
Στέρνα της λύπης χύνεις τον ιδρώτα
ποτίζοντας τα θερινά χέρια μου
στον ήλιο εξαϋλωμένα.
Ο φόβος με τους καρπούς κρέμεται λίγους κι αθώους
άλλα σύννεφα θά ’βρω πάλι φέρνοντας τη σκοτεινιά...
Κοιτάζω έν’ αμπέλι στην άμμο στ’ ακρογιάλι
και στα κλήματ’ ανάμεσα το ναΐδριο σαν ηχηρό σταφύλι
θυμήθηκα τις ώρες του πλοίου
μ’ έχει ο ήλιος ακόμη
κι ας χάθηκε πίσω απ’ τα όρη στο πέλαγος
κι ας ήτανε με μπλάβες ερημιές η θάλασσα τόσον άφωτη.
Τώρα χαίρομαι τα ηδύχροα της Λίνδου νερά
ένα παιδί έχει φορέσει τ’ άλογο με θάλασσ’ αφρισμένο
και πλέοντας ανοίγει τη χαρά.
Πέτρες κοχύλια ο κόσμος της Έρσης
η χαρά μυθική φανερώνεται στην παλάμη.
Σαν αγκάθια γαλάζια οι βράχοι δροσερά
το βλέμμα στρέφω προς την πλατεία της πολίχνης
εκεί η βρύση μεγάλη και τα δαφνόφυλλα
νάμα τις πέτρες ανασταίνει
και στον ίσκιο γάργαρα λυτρώνονται οι ανθρώποι.
Λιοπύρι σαν από σφαγάδια που αχνίζουν
ένας σκύλος γαβγίζει στα λιθοδρόμια
κ’ είναι το γάβγισμα ολάκερο το μεσημέρι,
κραυγή της περιπέτειας κραυγή των ορυκτών
ωσάν ατελείωτες είν’ οι σιαγόνες της κραυγής ή νιώθεις
να ’χει σπάραχνα ιχθύ το μεσημέρι
που τ’ ανοίγει για θάνατο και πάλλουν εδώ στην ανελέητη στεριά.
Θα μείνουμε λοιπόν αλλοτινοί και δέσμιοι
όπως ο λιθοξόος ήλιος ταλανίζει τους μήνες
καίει τα σήμαντρα στις εκκλησιές
εγώ πλανιέμαι άπελπις...
Ο βαθύς του καιρού πόλεμος έχει κ’ εδώ τα φύλλα
- της κτίσεως εικόνα σεπτή –
έχει τη ραμιθιά σκοτεινή μέσ’ στο πράσινο
την αρχαίαν ακρόπολη τις φωνές τα σώματα.
Μονάχος θρηνώ τις ώρες και τ’ άνθη
θερινός κοπετός ενώ τα τζιτζίκια
το ηλιακό ρολόγι κουρδίζουν ωσάν πολλά δευτερόλεπτα.
Είν’ η σιγή του έρωτα το βάρος ανεβαίνεις
από μικρούς βράχους ω φλύαρη κάπαρη κι ανέμελες αμυγδαλιές
τ’ άνθη με συντροφεύουν ερωτευμένο
στην ησυχία της αναβάσεως ο ουρανός η ακρόπολη
αναπνέω τους αιώνες
τι μοναξιά τι μοναξιά
κοιμούνται οι νεκροί προσμένοντας τα νερά του χειμώνα
εμπρός ο θάνατος ηλιόλουστος μ’ αρχαία ύψη
ναούς ιδέες κ’ ευωδιές
η βραδινή ροδοσταμιά φέρνει στη θήμηση περασμένα χρόνια κουρσάρους
κι αθώος βυθίζομαι σ’ αυτό που λέει ο ανθός του θύμου...
Λουδούδια γρήγορα κι αστέναχτα
η σαύρα
με τη γαλάζια λεπτή ουρά μαζί μου ανηφορίζει
αισθάνομαι πως έχει μια προπατορική λαλιά στο λίγο σώμα
πως όταν μείνουμε ψηλά μονάχοι
το ερπετό θα μου μιλήσει. Κομμάτια ο νους της Κόρης
οι όρμοι της θεάς
περιδέραια χαμένα στην ευνή του φωτός
κ’ οι ώρες από σμάραγδον απογεύματος
ένα μάρμαρο σβήνει αργά τις λέξεις
οπού διαβάζω ΘΕΟΙΣ και σ’ άλλο μάρμαρο
ΔΕΔΟΤΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΘΕΟΙΣ
είναι πάλιν ο θάνατος ακούω την επώδυνη γλώσσα
κ’ η αγάπη φιλιώνει τις πλάτες μου
γυμνές με τον άνεμο φέγγοντας πτηνά
στο αρχαίο θέατρο είδα τους βράχους
να γυρίζουν απ’ τη φθορά σκοτώνοντας τις κερκίδες
κόκαλα ναού μένουν εκεί σε λίγα βήματα
ο ήλιος επουράνιος
φωσφορίζοντας πλαταίνει σαν εκτόπλασμα
κ’ είν’ άλλοτε όμοιος με πύρινη ωλένη.
Κοιτάζω από ψηλά σε κίονες ανάμεσα τραγουδώ.
Τι γαλανή ελπίδα στο ουράνιο μεσημέρι
τι ανάλαφρο που είναι το φεγγάρι καπνώδες
αμυδρός θεός απάνω στην κυματόχαρη –
πολίχνη πόντω αγαλλομένη.
Τα στήθη έδρεψε του σοφού Κλεόβουλου ετούτος ο τόπος
δείχνει ένα χέρι τον αβέβαιο τάφο
σαν κύλινδρος ο θάνατος από δύσκολη πέτρα
κι ο μεγάλος γιαλός
πάει στην άλλη πλευρά της πολίχνης η αύρα της ψυχής
είν’ ο μικρός εκεί γιαλός με το εκκλησάκι –
δυο νιπτήρες στη Λίνδο και δε λείπει ο άγγελος που κατεβαίνει
να κινήσει τα νερά λευκός.
Ώρα πολλή σκέφτομαι πόσον ο ήλιος τους αθώους περιφρονεί
παίζει με τους αφρούς της θάλασσας η ψευτοπεριπέτεια
μα οι βράχοι μάχονται μαζί μας...
Βοερό καλοκαίρι ευκίνητη εποχή
κ’ ένας αθώος λάμπει μέσ’ στα νεύρα δείχνοντας το χάραγμα
του θηρίου
πάλι θα φτερουγίσει τώρα η καρδιά
πάλι και πάλι
θόρυβοι δείπνων έντομα γάτες ελαφρές
ανέβαινε των ημερών ο τρόμος μεσ’ στο βράδυ –
πατέρα είμαι μόνος.
Ω βράχοι απαρηγόρητοι σαν έρχεται η νύχτα η κουτσή
τα σπίτια της πολίχνης άσπρα ποντίκια στο σκοτάδι
κάτω απ’ την πανική σελήνη
κοκκινωπές μουσούδες οι δημόσιοι λαμπτήρες
κληματαριές με φύλλα σιωπής οι γάτες
γκρεμίζονται ξάφνου όπως άνθρωποι στα μεσάνυχτα
ο φόβος εξουσιάζει το δέρμα.
ένας όμιλος γελωτοποιών δαιμόνων ανοίγει τις μάσκες
εμψυχώσεις απ’ τον αέρα που φυσά.
Και σεις πένθιμα κορίτσια
με τους στάμνους ανάστροφους στον αφίλητον ώμο
παλικάρια που κυματίζουν μέσα στ’ άσπρα πουκάμισα
της Κυριακής
το βλέμμα σας ολοένα χαϊδεύει...
Κοντά στη δική σας αλαφράδα βαρέθηκα
όταν ήρθε παράξενος ήχος στην ακοή μου
τα σπλάχνα στο κενό του σώματος
ο καλός ήχος ανεβάζοντας.
Μύρισε γιασεμί νεκρού (θε να ’ν’ ο θάνατος είπα)
κ’ αίφνης πήρε κορμί ένας γέροντας
έκανε σημείο και πλησίασα
είμαι διψασμένος, μου είπε, λούζομαι στην αρχαιότητα.
Κι όπως βύθιζα το χέρι στον αέρα για ν’ αγγίξω τον άγιο
με τ’ άλλο χέρι πάνω στην καρδιά
ο γέροντας αραίωσεν ώσπου χάθηκε.
Όμως εγώ την ώρα κείνη
το ’νιωθα να γυρίζω απ’ τη βροχή σε καιόμενο χρόνο.

Πολλοί διάττοντες ευτυχισμένο καλοκαίρι.


ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΜΥΣΤΡΑ
Στον πηλό των ελλήνων χαμηλά φωτισμένος
ο Μυστράς ωσάν πάθος αθώο στον ήλιο
τους νεκρούς αναπαύει.

Παντάνασσα το βραδινό φως
μεσ’ στα χρωματιστά σου παράθυρα
μυρωδία χαρίζει των άστρων.

Πώς η χαρά υγραίνεται στα πρωινά φύλλα
κ’ η δροσιά σ’ ένα πέτρινο ανηφόρι λάμπει –
ο αετός μιας δόξας έρημος στο δάπεδο βυζαντινής ομορφιάς.

Εκεί την πόλη θυμάμαι του Γιάννη
κι ανάλαφρα γαλάζια πεζοδρόμια
στο δείλι απ’ την αττική αντανάκλαση.

Δρόμος πικρός πηγαίνει στα περασμένα
οι ανθηρές μηλιές ώς το θεό κινούμενες
λεύκες ηχηρές το αρτοφόριο τ’ ουρανού.

Και στην υπαίθρια λησμονιά ω ταπεινό σπίτι με πλίθρες
ένα κρανίο λεωφορείου
στη σκιά του τοίχου.

Είμαστε όλοι μέσ’ στην παγίδα τ’ ουρανού
οι αρίφνητες μηλιές οι φιαλόεσσες εκκλησίες η βρύση
σα μήτρα γυναίκας έξω στην πατρίδα.

Τους καπνούς εισπνέω της δάφνης που καίγεται.
ψηλά στον κατοικίδιο ουρανό μονάχος
τη θεϊκή γνωρίζοντας χαρά των στοιχείων.

Εγώ πραΰνω με θρήνους τον αέρα
όπως τα γυμνανθή σαλεύουν έρημα
και μ’ ευωδιές εορτών ο διόσανθος πληγώνει.

Άφησα την αγαπημένη στο σώμα της, έγινα ταξίδι.
Κοιτάζοντας βαθιά μέσ’ στα μαλλιά της πέρ’ απ’ το χρόνο
δεν υπάρχω, πάνω στα μαλλιά της οι λαβωματιές.

Φθαρμένα παλάτια σαν άγνωστες τυφλές γυναίκες
η ματαιότητα
κερδίζει τον τρόμο της ομορφιάς.

Πάρε το λαδοφάναρο συ που θα οδηγήσεις τη δίψα μας –
η ώρα μοιάζει νεκρική πυρά
στη νύχτα του Μυστρά πιες μαζί μας απ’ αυτό το μοσχορούμι.

Να βλέπεις τον Ταΰγετο νύχτα ψηλ’ απ’ το κάστρο
καθώς κραυγάζει ο ουρανός το θαλασσί
κι ακούγονται λυγμοί απ’ τους αόρατους σκύλους.

Έλληνα τι καρτεράς αντίκρυ στ’ άστρα;
Ο πόνος έγινε για σένα κ’ η ομορφιά
σου δόθηκε σαν το νερό μεγάλη κι ατελείωτη.


ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ
Μια φορά μεγάλωσα μια και η πατρίδα
με περιπάτους ορθρινούς
χειμώνες καλοκαίρια ο δομέστικος του ονείρου
σ’ ένα μεγάλο στεναγμό του Ιησού πριν απ’ το Πάσχα
στα σύνθετα μάτια της μύγας βλέποντας
όλη τη μακρινή ουσία
μεσ’ στους ωραίους υετούς της άμωμης ηλικίας
ευλογημένος με καθαρά ποδήματα
στη μυθική χαρά της μητρικής θρησκείας
και πάντα η μικρή ζωή της μύγας ανοιγότανε
στον αέρα της ψυχής μου.

Λατίνι στο πλατύ λουλάκι σ’ έχω θύμηση
χρωματισμένο με φλούδες από πεύκα
ψηλά που ονειρεύτηκα χιλιάδες άνθη
πλάι στο εικονοστάσι μ’ ένα βρόμικο καντήλι
να καίει παραμύθια σε φλόγα μικρή κι αθώα
το πήλινο θυμίαμα
κι όρθιο το σκονισμένο μπουκάλι για το λάδι.
Ώρες από μέθη στην αιθρία πρωινή
κ’ ύστερα νύχτα, νύχτα
η θάλασσα σπιθίζει έξω απ’ τ’ ανθρώπινα
μέσ’ στην πανσέληνη ευτυχία οι βράχοι
κ’ ένα πουλί μοναχικό με λούζει.
Λειμώνες ονείρων η ωραιότητα θάλλει
ο λυχνοστάτης ήλιος κ’ οι μελισσοκόμοι τ’ ουρανού
δουλεύουν τη λάμψη χρόνια και χρόνια.
Η φαντασία πλαταίνει στα πολύφυλλα νερά
και τραγουδώ τη θάλασσα που φεύγει απ’ το στήθος.

Ένας αέρας αγκαλιάζει τα δέντρα υγιής
με πρόσχαρους κυματισμούς κ’ ένας άερας
δέρνει την ψυχή μου
σαν το μεγάλο θάνατο της φλόγας.
Ολημερίς χαρίζω δηλητήρια στο σώμα
κι ο ύπνος έγινε
για μένα η πρώτη ευτυχία.


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ
Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π’ ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μάς προσμένει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου