Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Στίχοι: Βεκρή Μάρθα
Μουσική: Μαυρουδής Νότης
Ερμηνεία: Μαργιόλα Σαββέρια
Φτερουγίζεις τις νύχτες
με φτερά κουρασμένα
που θαμπώνουν στον ήλιο
την αλήθεια, το ψέμα
 
Ματωμένες οι ράγες
που η ψυχή σου γλιστράει
και τρομάζει και κλαίει
τ' όνειρό της ζητάει
 
Ένα όνειρο που σώζει
σαν παιδί δροσιά γεμάτο
μια ελπίδα στολισμένη
με γιρλάντες του Σαββάτου
Ένα όνειρο ασπίδα
να σε θρέψει με το γάλα
σ' ένα κόσμο που χωλαίνει
στα μικρά και στα μεγάλα
 
Τριγυρίζεις χαμένος
κι όλο λες: θα σκορπίσουν
σύννεφα ματωμένα
απ' του κόσμου το αίμα
 
Και μετράς τις πληγές σου
που ανοίγουν τα βράδια
τις φιλάς, τις γιατρεύεις
με τ' ονείρου τα χάδια
 

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Στίχοι: Βάρναλης Κώστας
Μουσική: Θάνου Λουκάς
Πρώτη ερμηνεία: Ξυλούρης Νίκος
Παρούσα ερμηνεία: Χαρούλης Γιάννης
 
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε ποια κορφή ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες στα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις
 
Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
 
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι 'συ για μάχητες
δεν είσαι 'συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
 
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν την αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
 
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν


Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΚΙ ΑΝ ΜΕ ΒΓΑΛΑΝΕ ΕΛΕΝΗ

Στίχοι: Σούσης Ισαάκ
Μουσική: Πασχαλίδης Μιλτιάδης
Ερμηνεία: Τσαλιγοπούλου Ελένη
Λόγια μην ακούς του κόσμου
και κουβέντες μασημένες,
ήμουν πάντα ο εαυτός μου
που δεν τον μοιράστηκα.
Λάμπουν κάποτε οι αλήθειες,
πάντα αργοπορημένες,
μα να εξηγώ στον κόσμο
μάτια μου κουράστηκα.
 
Κι αν με βγάλανε Ελένη
ούτε με ρωτήσανε.
Ερωτεύτηκαν μια ξένη
που δε συναντήσανε.
Κι εγώ έπαιρνα τα πλοία
μοναχή και γέλαγα
και γινόμουν τρικυμία
στα νεκρά τα πέλαγα, στα πέλαγα.
 
Σα γεφύρι το φιλί μου
σε ποτάμια στερεμένα
και τ' ανέγγιχτο κορμί μου
λίμνη σ' οροπέδιο.
Μια ομίχλη η ζωή μου
σε στρατόπεδα χαμένα
και καταυλισμός ονείρων
έξω από το σχέδιο, το σχέδιο.
 
Κι αν με βγάλανε Ελένη
ούτε με ρωτήσανε.
Ερωτεύτηκαν μια ξένη
που δε συναντήσανε.
Κι εγώ έπαιρνα τα πλοία
μοναχή και γέλαγα
και γινόμουν τρικυμία
στα νεκρά τα πέλαγα, στα πέλαγα.
 
Λόγια μην ακούς του κόσμου.


Φεγγάρι - Αρτινός Στάθης

Στίχοι/ Μουσική/ Ερμηνεία:
Αρτινός Στάθης
 
Άραγε να βλέπουμε
το ίδιο το φεγγάρι
κάθε που βραδιάζει
στην άδεια μου καρδιά;
 
Κάθε που τα μάτια σου
κοιτάζουν στην ψυχή μου
κομμάτια ο πόνος γίνεται
κι ανθίζει η χαρά
 
Τι να σου μοιάζει αστέρι μου,
σκοτάδι κι ουρανέ μου
Κάθε τη δύση που κοιτώ
σε βλέπω να γελάς
 
Γίναν όλες οι μουσικές
τραγούδια θησαυρέ μου
για να στα τραγουδάω
κάθε που με κοιτάς
 
Κι όταν περάσει ο καιρός
και η φωνή μου σβήσει
λέξεις θα γράφω για καημούς,
για λύπες και χαρές
 
Για σένα και για μένανε
ως της ζωής τη δύση
θα μοιάζει το φεγγάρι μας
με άγιες προσευχές
 
Γίναν όλες οι μουσικές
τραγούδια θησαυρέ μου
για να στα τραγουδάω
κάθε που με κοιτάς
 
Άραγε να βλέπουμε
το ίδιο το φεγγάρι;



Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ

Ποίηση: Παλληκαρίδης Ευαγόρας
Μουσική: Λάγιος Δημήτρης
 
Των αθανάτων το κρασί
το 'βρετε σεις και πίνετε
ζωή για σας ο θάνατος
κι αθάνατοι θα μείνετε


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ, ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Η σύνθεση ανήκει στην Υδρία, συλλογή πολύστιχων ποιημάτων, αφιερωμένη στη Φωτεινούλα Φιλιακού, αγαπημένη βαφτιστικιά του ποιητή, που χάθηκε στα δυο της χρόνια.

(Αποσπάσματα)

- I -
 
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνία της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, που 'χει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κι ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο τού άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.
 
Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα να 'μεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο -
Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.
 
 
- II -
 
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ' τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί -
 
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ' τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ' την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκιες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
 
 
- III -
 
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει' σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε' και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
 
 
- V -
 
Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ' έξω.
 
Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ' το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα' αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
 
Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
 
 
- IX -
 
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
 
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται 'κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
 
 
- XI -
 
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι 'ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες 'κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ' τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
           Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
 
 
- XXXII -
 
Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή - να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ' αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ' αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ' το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ' εμάς' μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ' ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ' το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε.
 
Αθήνα,
Φεβρουάριος - Μάρτης 1958